23 Σεπτεμβρίου, 2009

H Kassandra γράφει: Το όνειρο (απόσπασμα)


Foto: Βilou, Le rêve (Το όνειρο)

Κρώζοντα πουλιά πετάριζαν ήχο καλπάζοντα από το βάθος της σπηλιάς, σκοντάφτοντας το βόμβο τους σε σιω­πηλό λεπίδι, βράχους παλιούς, όπου δεν έπαυε η θάλασσα οδυνηρά να τρίβεται, το τύμπανο του αυτιού του να ξεσκίζει. Σιγή μετά. Ώσπου γλιστρήματα σκιών ιλιγγιώδη τσά­κισαν τις φτερούγες τους με πάταγο – τινάχτηκε το αγόρι –, έτσι όπως ρίχτηκαν στα μάτια του τυφλές απ’ το πολύ το φως, αλλά δεν ήταν νυχτερίδες. Το τύμπανό του ξεσκιζόταν. Ένιωσε τότε σαν βελούδο στο λοβό μια άχνα παγωμένη, πριν γέλιο γυναίκας τσακισμένο. Γύρισε, είδε. Στόμα. Όχι στόμα, ήξερε ότι δεν, αλλά ένιωθε ότι ήταν στόμα, γι’ αυτό και άπλωσε τα παιδικά του χέρια να το αγγίξει δίχως να φοβάται, δόντια δεν έβλεπε άλλωστε ούτε χείλη, ήχος δασύς από ανάσα ακουγόταν μόνο. Κίνησε, άπλωσε αργά τα μπλε βαμβακερά χεράκια, με τους πορτοκαλιούς αρκού­δους που έπιναν γάλα στο κρεβάτι, το στόμα να θωπεύσει, μαζί νωχελικά να αγαπηθούνε. Δεν πρόλαβε όμως. Λιγνά, αποσπασμένα, λιωμένα ή σε αποσύνθεση κομμάτια είδε να αιωρούνται τα χεράκια, οι αρκούδοι, κι άκουσε κρότο απόκοσμο σαν κούτσουρο που γλείφε­ται βαρύ, ανασκου­μπώ­­νεται στις φλόγες, ξερνώντας τέφρα απ’ την κοιλιά του. Ένιωσε τέτοιο το κορμί του, έπειτα εκτοξεύτηκε, έγινε όλο το αγόρι ένα ααααααα, κι όλο κουτρουβαλούσε, ζαλάδα χυμένη σε πηγάδι. Σε ατέρμονο σκοτάδι το αγόρι, μακρο­συ­ρτούσε ο φθόγγος· ένιωσε τότε τη γλώσσα να γυρίζει προς τα πίσω, ήχος στιλπνής λεπίδας έγδερνε το λαρύγγι, μέταλλο αργόσυρτο που βούλιαζε μες σε παχιά σκουριά, ένιωσε την ανάγκη να μιλήσει. Δεν έβρισκε όμως φθόγγους, τίποτε, σαν να ’τανε κομμένο από μάνα, από γλώσσα, σκεφτόταν μόνο «Ιάσονας, Ιάσονας, Ιάσονας». Και μόλις αποτέλειωσε το όνομα, είδε ένα σώμα να κινείται, ντυμένο το ρούχο με τα πορτοκαλιά αρκουδάκια, να φεύγει με την πλάτη γυρισμένη, το σώμα το δικό του. «Μη!», φώναξε ο Ιάσονας. Άφραστη ύλη λεκτική έγινε μόνο «μη», και τίποτε άλλο. Και τότε γύρισε το σώμα, αλλά είχε λαθέψει το αγόρι, δεν ήταν το δικό του, ήτανε ζώου σώμα. Λύγκα σαρκοβό­ρου.

Πετάχτηκε απ’ τον ύπνο, χιονιάς αφράτος ξεχύθηκε απ’ την τρύπα και κάθισε στις μπούκλες, στο διάβα του σκουντού­φλαγε τ’ αγόρι τρόμο και πούπουλα απ’ το ξεκοιλιασμένο ρούχο. Πήγε και το ’κλεψε το βράδυ εκείνο. Βγήκε απ’ την τρύπα κι έκλεψε ό,τι του ήταν αναγκαίο για το ταξίδι που ετοίμαζε – πότε δεν ήξερε –, το δόντι του πατέρα-καρχαρία, άσημο κλοπιμαίο, πλαστικές ίνες σκούπας εγχειρισμένης και φτηνής, τρίαινας όμως.

Το επόμενο πρωί ο Άλεξ ξεμύτισε απ’ την πόρτα ως υπερρεα­λισμός ωραίος. Στη σκάλα σύρθηκε παραπατώντας, μούσκευε πού και πού, σαν να μην πίστευε, στη γλώσσα πούπουλα πτερόεντα, ίχνη αθώα δολοφόνου. Δοκίμαζε τη γεύση από το έγκλημα· να δει, ίσως να δει εάν του μοιάζει. Έφθασε στο κελάρι. Εκεί και το αγόρι. Οι μπούκλες του γερμένες προσφορά σε στόμα ανοιγμένο: στο μπρούτζινο λιοντάρι της κασέλας. Στις χούφτες έσφιγγε το αγόρι το άσημο κλοπιμαίο και κοιμόταν. Γιατί πρόσω­πο, ταυτότητα δεν είχε τότε που σαν βελούδο ένιωσε άχνα παγω­μέ­νη στο λoβό, πριν γέλιο γυναίκας τσακισμένο. Δεν είχε φύλο, πατρίδα, χρόνο, ιστορία, κι, έτσι, το παιδί συμπεριφέρθηκε με πίστη, σαν να αναγίγνωσκε το δόγμα, σαν να ’ξερε πως έτσι ήτανε τα πράγματα, το πλάσμα, πριν γέλιο γυναίκας τσακισμένο.

Θα ’παιζε τώρα με το λύγκα. Ο Άλεξ όμως παραιτήθηκε όταν τον παρακάλεσε ο Ιάσονας να παίξουν το καινούργιο του παιχνίδι. «Όχι άλλα ψέματα», είπε. «Είμαι ο Άλεξ μόνο.» Συμφώ­νησε ωστόσο να του μιλάει για το λύγκα, έψαχνε, διάβαζε, ρωτούσε, δεν το ’βρισκε κακό που ’θελε να μαθαίνει το παιδί. Τουλάχιστον, από. Ό,τι μπορεί κανείς να φανταστεί είχε μαζέψει για το ζώο, σαν να φαινόταν και σ’ αυτόν ευχάριστη ενασχόληση. Είχε ηρεμήσει άλλωστε το ζήτημα της Αλταμίρας· αραιά και πού οι επισκέψεις, δεν άγγιζε πλέον αντικείμενα δικά της το αγόρι (απ’ όσο γνώριζε τουλάχιστον ο Άλεξ), κι όχι παράτολμα πράγματα, τρελά. Μισούσε μάλλον πιο λίγο τον πατέρα, κάποιες φορές θα νόμιζες πως είχε κάτι (αλίμονο) αλλάξει, ίσως τον αγαπούσε. Μόνο καμιά φορά σκεφτόταν ο Ιάσονας «αυτό θ’ αρέσει και στην Αλταμίρα», κυρίως όταν ο Άλεξ αράδιαζε γοητευτικές πληροφορίες για το ζώο που ανέτρεπαν τα πρώην δεδομένα.

Κι αφού αρνήθηκε ο Άλεξ να παίζει το παιχνίδι, άρχισε ο Ιάσονας να μαζεύει κοριτσάκια, λίγο κακομού­τσουνα, κάπως αφε­λή, τα διάταζε να κάνουνε το πλάσμα. Η Άννυ, η Κάτια, η Μάρα, η Μέμη, η Γωγώ, τους άρεσε ο Ιάσονας, θα έκαναν το πλάσμα. Εκείνος τους μάθαινε τα λόγια, αυτά ακολουθούσαν, συμφωνού­σαν, του ’φερναν και γλυκίσματα προτού αρχίσει το παιχνίδι, για να κερδίσουνε το αγόρι με τις μπούκλες.
«Με λένε Ιάσονα», γυρνούσε προς το πλάσμα.
«Δε σε λένε τίποτε ακόμη!», τον σάρκαζε εκείνο.
«Μα τι λες τώρα;», διαμαρτυρόταν ο Ιάσονας, ο γερο-καρχαρίας μού έδωσε το όνομα.
«Δανεικό!» Ήταν η όγδοη φορά που η Μέμη έπαιζε το ρόλο. «Αχ, πώς το ξέχασα!», έπρεπε να πει, δεν το ’πε όμως. «Σιγά το όνομα! Τέτοιος που είσαι, βλάκα, θα σ’ το ξαναπάρει!». Θα τη φιλούσε κάποτε ο Ιάσονας, αυτό περίμενε η Μέμη, εκείνος αδιάφορος, θύμωσε το κορίτσι.
Τράβηξε τότε από τη σάκα ένα λουκουμά, τον γράπωσε στα δόντια τα λειψά της· μάτια ορθάνοι­χτα, βουβή και μπουκωμένη, από γινάτι φούσκωνε, κατέτρωγε το λουκουμά, το αγόρι, να τον εκδικηθεί το πλάσμα, ν’ αγαπηθεί μπορεί, και δεν ξανάπαιξε μαζί του.

Πέρασαν χρόνια, δεν έζησαν καλά, εμείς καλύτερα, όπως στα παραμύθια, θα ’ταν κοινότοπο να πούμε τέτοια ψέματα, έζησαν μόνο, χωρίς κανείς να είναι βέβαιος για το καλά ή όχι, τα χειρότερα, έζησαν, και το παιδί ανδρώθηκε, ο Άλεξ άσπρισε, η Αλταμίρα αγέραστη, λέγανε για κείνη. Έφτιαξαν όμως τη ζωή τους κατά πως βούλονται οι άνθρωποι, ζωή είναι, θα περάσει. Ίχνη παντού ονειρικά, το ’ξεραν μεταξύ τους· σκέψη, νιώσιμο, πράξη, περιμένω, κάπως αλλιώς απ’ τα πραγματικά – ποια πραγματικά; –, γιατί αυτά ήταν αλήθεια αυτοί, πιο πραγματικοί αυτοί από τ’ αλήθεια. Κι έγινε δύσκολο αργότερα να διακρίνεις τι συνέβη ακριβώς, μπερδεύτηκε ο χρόνος και ο χώρος, όρια όχι, παρελθόν, παρόν, μέλλον ένα, όχι άλλο· γεγονός, μύθος, συμβάν και φαντασίωση, το ίδιο πράγμα ακριβώς. Αδύνατο να διακρίνεις το.

Ανδρώθηκε το παιδί, έγινε ηθοποιός, δεν είχε ο Άλεξ αντιρρήσεις, ακόμη δεν τολμούσε τα πολλά, από μικρό ήταν κάπως το παιδί, από μικρό ίσως όχι, αλλά από. Έκανε πράγμα το παρελθόν του το παιδί πραγματικότητα. «Τα όνειρα είναι η ουσία της τέχνης, η τέχνη η ουσία των ονείρων», όταν ανδρώθηκε έλεγε, και τα λυτά μαλλιά του από την ένταση ξαφνιάζονταν, την άρθρωση την εκρηκτική των ωραίων λόγων που έκαναν να πάλλονται γενναίες, ρυθμικές οι φλέβες στο λαιμό, λαιμό, λαιμό λαιμό του.

ΚΑSSANDRA, αδημοσίευτο απόσπασμα από το μυθιστόρημα "Το τραγούδι του λύγκα"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου