08 Νοεμβρίου, 2009
Το πλεκτό:μια ιστορία για ζώα
Η Έλσα-Μαρία Μάουλντυ με νούμερο XVIIΙ κάθεται στην κουνιστή της πολυθρόνα. Πλέκει ατάραχη με τα μακριά σπειροειδή της νύχια κλωστές και δηλητήριο. Ο φωτισμός του δωματίου πενιχρός, καθότι, από τότε που χάθηκε ο γιος της ο Αλβέρτος, η αυτοκράτειρα διέταξε να κάνουν οικονομία στη λιακάδα που ’τρεχε απ’ τα μακριά μπροκάρ, για να ’χουν να του ανάβουν στον τάφο το καντήλι.
Η γρια-αράχνη δε λέει εδώ και χρόνια να κουνηθεί από την κουνιστή της πολυθρόνα. Δεν μετακινείται, μόνο μεταφέρεται. Από τον άλλο γιο της, τον Λεό, και τον πιστό Πεκινουά, δόκτορα Ράινε. Το πάτωμα της σάλας έχει ξεράσει βρύα, πράγμα που ανησυχεί για την ασφάλειά της όταν τσουλάει με δύναμη την πολυθρόνα της πάνω στα φυτά.
Ο δόκτωρ λουφάζει σε μια γωνιά, κρατώντας, με την αρμόζουσα στα κειμήλια ευλάβεια, έναν ασημένιο δίσκο που μεταφέρει έναν μαύρο κρυστάλλινο σωλήνα. Με το χρυσό μονόγραμμα ΕΜ.
Α…κι από δω ο Λεό Μάουλντυ: ψιλόλιγνα εύθραυστα κανιά, εξόφθαλμα παγερά κίτρινα μάτια∙ στραβογερασμένος, άτριχος, σχεδόν σπανός, εργένης, με το λευκό των νηστευτών και των παρθένων. Η Έλσα τον αποκλήρωσε, αλλά αυτός διατηρεί ανέγγιχτη απ’ τα δηλητήρια της αγαπημένης του μητέρας την επιθυμία για την κραυγαλέα και υστερική, έως τελικής πτώσεως, αισθητική που χαρακτηρίζει και πολλούς άλλους ομοφυλόφιλους της Αυτοκρατορίας του Πλεκτού. Στην πραγματικότητα ο Λεό είναι υπηρέτης από εκείνη την ημέρα που η αυτοκράτειρα, σε μια από τις σπάνιες εκρήξεις οίκτου, πήρε την απόφαση να τον κρατήσει αποκληρωμένο αλλά κοντά της.
«Μητέρα, κρίνω πως θα ήταν καλύτερο να εγκαταλείψετε τη θέση σας. Δεν είναι θεμιτό να κάμνετε τσουλήθρα επάνω στα φυτά».
«Λεό, σταματήστε επιτέλους, αυτά είναι επουσιώδη… ευρίσκεται…. ευρίσκεται… στη σκεπή το κρινολίνο μου, το τρώει το αγιάζι!!! Εν πάση περιπτώσει, εδώ και χρόνια επιμένω να επισκευάσετε τη στέγη. Είναι ανήκουστο, Λεό, το κρινολίνο μου να κάθεται στη στέγη του οικήματος!»
«Όπως νομίζετε, μητέρα, αλλά θα σας υπενθυμίσω ότι προ ετών επτώχευσε η Αυτοκρατορία και ότι το κρινολίνο σας δε χρησιμοποιείται πλέον ως σκεπή. Η Αυτοκρατορία παραμένει άστεγη και υποφέρουμε από τον καύσωνα το καλοκαίρι και τις πλημμύρες το χειμώνα. Μην ξεχνάτε ότι εσείς έχετε καταλάβει το καλό δωμάτιο, καίτοι κάπως υγρό και σκοτεινό κατά τις προσταγές σας».
«Λεό, σταματήστε να αναφέρεστε στα διαμερίσματά μου. Δεν σας επιτρέπω. Πέστε μου μόνο τι απέγινε το κρινολίνο μου.»
«Μην ανησυχείτε, μητέρα, ευρίσκεται σε ασφαλή περιοχή. Σ’ ένα μπαούλο. Ο γιος σας ο Αλβέρτος, ελπίζω να τον θυμάστε, ετελεύτησεν τον βίον ύστερα από το ατύχημα που του συνέβη, όταν επάτησε την άκρη του πλεκτού σας στα ιαματικά λουτρά με τα αρσενικούχα ύδατα. Από τότε εκνευριστήκατε και διατάξατε να βάλουμε το κρινολίνο στο μπαούλο. Έτσι, απλά…»
«Στα ιαματικά λουτρά;»
«Nαι… Επιμένατε, μητέρα, να πλέκετε ακόμη και μέσα στην μπανιέρα. Ο Αλβέρτος, αφού σας τοποθέτησε μαλακά και σιγουρεύτηκε για την άνεσή σας, προσπάθησε εν συνεχεία να βολέψει το πλεκτό σας. Εσείς πλέκατε την εποχή εκείνη έναν εκρού τοίχο. Με πουαντερί. Αχ, ένα αριστούργημα, πολύ πολύ ωραίο σχέδιο, μητέρα! Ρίχνατε μία καλή, μία ανάποδη και, όταν στη συνέχεια γυρνάγατε τον τοίχο για να τον πλέξετε κι από την άλλη, πάνω στην καλή πλέκατε ανάποδη και τούμπαλιν. Αλήθεια, πού έχετε βάλει αυτό το θαυμάσιο πλεκτό σας;»
«Δε σας δώρισα το μπροστινό κομμάτι, αχάριστε χαραμοφάη, για να σας προικίσω;»
«Αχ…σας ζητώ συγγνώμη, μητέρα, μου διέφυγε εντελώς ότι το χειροτέχνημά σας κοσμεί τα μακριά μου σώβρακα. Χίλια συγγνώμη, αλλά ξέρετε, αποφεύγω ν’ αγγίζω τις δαντέλες τους, προκειμένου να σας διατηρώ ακμαία πάνω μου, και ως εκ τούτου η χρόνια απραγία μου στις ψαύσεις ατόνησε τη μνήμη. Χα, χα, ψαύσεις, χαριτωμένο, δε βρίσκετε, μητέρα;»
«Με το κρινολίνο τι έγινε, Λεό; Κάτι μου αποκρύπτετε, αλλάζετε την κουβέντα!»
«Σας είπα, στο μπαούλο! Σας επαναλαμβάνω ότι ο Αλβέρτος προσπάθησε να βολέψει τον τοίχο στην μπανιέρα. Τον σήκωσε στα χέρια του με προσοχή εξαιρετική, έχοντας στο νου του να μη χτυπήσει στις θημωνιές απ’ τις κλωστές που μόλις είχαμε μεταφέρει στα λουτρά.
»Δέκα χιλιάδες ναυλωμένα καγκουρό, μητέρα − ολόκληρη πομπή − είχαν μεταφέρει το αναγκαίο υλικό στο πορτμπαγκάζ τους. Εσείς, καθισμένη στο κέντρο της πομπής, σε μια άμαξα με εξαίσιες γιρλάντες από φρεσκοκομμένα νούφαρα και φρεσκολιανισμένες λευκότατες πολικές αρκούδες, ήσαστε συγκεντρωμένη στο πλεκτό σας. Φορούσατε ένα κουνέλι γκρι του Μπουρμπονέ στους ώμους κι ένα ωραιότατο κουνέλι ανγκορά ζέσταινε τους μηρούς σας. Μια κούκλα, κούκλα! Τα μακριά λευκά μαλλιά σας σέλωναν τις δύο χιλιάδες σαλαμάνδρες axolotl που σας μετέφεραν σε μια λίμνη αίματος, αγόγγυστα, αναγεννώμενες σαν φοίνικες μέσα απ’ τις στάχτες τους, παρά τις κακουχίες και τα ατυχήματα. Κι ο αμαξάς − αλήθεια θυμάστε εκείνον τον κούκλο κροταλία, τον Ουίλιαμ; − έγειρε απ’ την κούραση το κεφάλι στους τροχούς και ροκανίστηκε κάμποσο η μύτη του. Ευτυχώς δε συνέβη τίποτε χειρότερο, κι αυτό το οφείλουμε σε σας, μητέρα, γιατί τον συγκρατούσατε στην άμαξα με τη χαίτη σας σφιχτοδεμένη στο λαιμό του.
»Αχ, τι εργόχειρο! Τραβούσατε νωχελικά και με ακρίβεια την ποσότητα του νήματος που σας ήταν απαραίτητη και πλέκατε στα μακριά σας νύχια χιλιόμετρα από εκρού κλωστές, μπροστά και πίσω σας. Ένα αιμάτινο μεγαλείο την ώρα που έδυε ο ήλιος. Ο τοίχος υψωνόταν ολοένα, ο Αλβέρτος σκότωνε όλα τα πετεινά με τη σφεντόνα, για να χωρέσει το πλεκτό στους ουρανούς, και όσους λευκούς κομψούς βελγικούς λαγούς κάνανε περίπατο. Για να διακοσμήσουνε το δείπνο σας. Εγώ ξέμπλεκα τους κόμπους προς διευκόλυνσή και αποφυγή εκνευρισμού σας. Θυμάστε;»
«Και το ’χουμε ακόμη το πλεκτό, Λεό; Το μπροστινό θυμάμαι ότι σας το δώρισα, το άλλο πού είναι;»
«Και βέβαια, μητέρα! Κράτησα ό,τι κράτησα για τα μακριά μου σώβρακα και, απ’ ό,τι θυμάμαι, με ό,τι μας απέμεινε κόσμησα ανάλαφρα την Αυτοκρατορία. Όλη η Αυτοκρατορία κοσμείται απ’ το χειροτέχνημά σας. ΜΙΑ ΟΜΟΡΦΙΑ! Όλοι οι υπήκοοι βρίσκονται κάτω απ’ την προστασία και την επήρεια αυτού του εξαίσιου έργου τέχνης σας. Αλλά δεν μπορούν, μητέρα, ούτε να το δουν ούτε να το αγγίξουν. Κι ούτε, κατ’ επέκτασιν, να το καταστρέψουν. Ευφυές! Ευφυές! Μόνο να το οσμιστούν. Μερικές φορές, μάλιστα, όταν φυσάτε τους ανέμους καθώς ρεύεστε, αισθάνονται κάτι να τους γλείφει.»
«A, έτσι! Και τι λένε; Τους αρέσει;»
«Οι τυφλοπόντικες, οι μπούφοι, τα γουρούνια, οι λαγοί, οι κότες και οι στρουθοκάμηλοι δυσανασχετούν. Αλλά νομίζουν πως τους εράπισε ο διπλανός τους, και στρέφονται εναντίον του.
»Άλλοι επαναστατούν. Συνήθως κάτι πολύξερα λιοντάρια, εκπορνευμένες κουκουβάγιες, φλύαροι αρουραίοι, επιδειξιμανείς φοράδες∙ φασαριόζικα τζιτζίκια, καλοταϊσμένα κατοικίδια κι όλα τα αιλουροειδή που συχνάζουν στους γνωστούς κύκλους, ξέρετε τώρα δα. Αλλά εύκολα ξεχνούν και ρίχνονται στις απολαύσεις.
»Κι άλλοι τίποτε. Όπως τα χάμστερ που δουλεύουν στα υπόγεια πλεκτήρια της Αυτοκρατορίας και συνεχίζουν το πλεκτό σας. Απλώς πεθαίνουν. Και συσσωρεύουμε περισσότερα πτώματα και λιγότερους φόρους».
«Να αυξήσουμε τότε τους φόρους και να εξαφανίσουμε τα πτώματα! Να φωνάξετε, Λεό, τον Υπουργό Οικονομικών. Δώστε διαταγή να περάσει το απόγευμα ο Κροκόδειλος!»
«Τα πτώματα να ΜΗ σας ανησυχούν. Τα έχει αναλάβει η Αυτοκρατορική Υπηρεσία Αρπακτικών και Σκουληκιών. Τρώνε καλά, ξεκοκαλίζουνε τα πάντα. Όσο για τους φόρους… δεν έχει νόημα να τους αυξήσουμε. Θα έχουμε τα προβλήματα που είχαμε και με τον τρωκτικό Πανώλη. Θα πρέπει να πληρώσουμε ακόμη περισσότερα για να καλύψουμε το σκάνδαλο.
»Και τέλος, υπάρχουν, μητέρα, και αυτοί που φεύγουν».
«Για διακοπές;»
«Όχι, ακριβώς. Απλώς φεύγουν».
«Πάνε βόλτα;»
«Όχι ακριβώς…»
«Μην παίζετε με το πλεκτικό μου σύστημα, ηλίθιε! Ποιοι φεύγουν και πού πάνε; Μιλήστε, ανόητε! Απ’ την Αυτοκρατορία δεν ξεφεύγει ούτε έμβρυο αραχνάκι!»
«Φεύγουν…. όλα… όλα τα αποβράσματα και πάνε στο Ανές Περόν, μητέρα… Όλοι οι άχρηστοι και οι επικίνδυνοι για την αυτοκρατορία μας. Οι… ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΕΣ!!!»
«ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΕΣ!... Τους έχουμε ΕΝΤΟΠΙΣΕΙ;»
«Είναι διάφοροι. Επιτρέψτε μου να σας παρουσιάσω ολοκληρωμένη τη λίστα αργότερα. Δώστε μου μόνο λίγο χρόνο».
«Θα περιμένω! Και, δε μου λέτε, Λεό, πάνε μόνοι τους σ’ αυτό το Ανές Περόν ή τους συνοδεύουν οι γορίλες μας;»
«H Μυστική Αστυνομία του Πλεκτού επιτηρεί διακριτικά, για να μη δίνουμε στόχο και εγγραφούμε ως καθεστώς ολοκληρωτικό στην Ιστορία. Όλα είναι υπό έλεγχο, μητέρα. Έχουμε ντελικάτους τρόπους επιτήρησης κι εξόντωσης. Είναι μια έκτακτη μέθοδος. Ακούστε!
»Πρώτα δηλώνουμε πως είμαστε μια Δημοκρατική Αυτοκρατορία Ζώων. “Μας επιλέξατε, κύριοι! Είχατε την ελευθερία να μας επιλέξετε!” τους λέμε. “Ελευθερία, βούληση, ελεύθερη βούληση. Μεγάλο πράγμα! Μπράβο!” Όλα τα ζώα αισθάνονται σημαντικά, πανέξυπνα, δυνατά. Ελεύθερα. Δεν σκέπτονται. Όλα είναι δεδομένα σε μια Δημοκρατία για τα ζώα. Κι αυτό μας εξυπηρετεί, για να περάσουμε στο επόμενό μας βήμα: την αποβλάκωση του όχλου, της δύναμης της Αυτοκρατορίας. Άρτος και θέαμα! Και ύστερα στην εξόντωση. Μόνο θέαμα! Τα ζώα ψάχνουν για σωτήρες. Νηστικά και ηλίθια. Και οι σωτήρες ασφαλώς είμαστε εμείς. ΕΜΕΙΣ! Γιατί δεν υπάρχει τίποτε άλλο, ή καλύτερα, έχουμε φροντίσει να τους πείσουμε ότι δεν υπάρχει τίποτε άλλο. Δε γνωρίζουν την ύπαρξη του Ανές Περόν, μητέρα! Κι όταν κανείς τολμήσει να κάνει νύξη για το Ανές Περόν, μην ξεχνάτε, έχουμε μαζί μας τις εφημερίδες Γουρουνίσια Νέα, Ώρα της Πουλάδας, Εθνικός Μπούφος, Ελεύθερη Γελάδα, Κίνημα του σκύλου Κόμοντορ , Ιερός Αρουραίος και τα κανάλια Κουνελίτσα Κουλτούρα, Δελφίνος, Σέξυ Νυχτερίδα και Οικονομικός Ιπποπόταμος. Όλους με το μέρος μας.
»Δεν υπάρχει Ανές Περόν!
»Και για να αλλάξουμε συζήτηση, όταν γίνεται λόγος για το Ανές Περόν από κανέναν τρομοκράτη, προστάζουμε να προβληθεί θέαμα σ’ όλα τα κανάλια:
»Χοροί ελεφάντων, τραγούδια σκύλων, μόδα αλεπούς∙ κορμιά φιδίσια, άλογα κούρσας, συνταγές ορνίθων, σαπουνοζωόπερες. Αχ, θραύση κάνει το Πέταγμα πάνω από τον Νείλο!
»Δημιουργήματα από κρέας καγκουρό, γυρίνους και μοχαίρ κλωστές. Τη σύγχρονη τέχνη της Αυτοκρατορίας του Πλεκτού!
»Συζητήσεις στα καφέ και στα παγκάκια της Αυτοκρατορίας: κουτσομπολιά κατσίκας, διηγήσεις προβάτων, παγωνιών και δεινοσαύρων. Και φράσεις εξωτικών ψαριών. Ω, φράσεις που γλιστράνε όπως το αντιηλιακό στη ράχη των παχύδερμών μας, και λόγια που κολλάνε όπως τα τσιμπούρια στα σκυλιά μας. Τη σύγχρονη λογοτεχνία μας!
»Και αναλύσεις αρουραίων. Για μία άλλη οπτική. Τη νεο-εναλλακτική.
»Και μαϊμούδες. Για την κουλτούρα και την επιβίωση της τέχνης του θεάτρου.
»Και δάκρυα κροκοδείλων. Για τη βροχή και την καρποφορία.
»Και ηχηρά ρεψίματα λεόντων στις ειδήσεις. Για την αδρεναλίνη.
»Και νέα μικρόβια, υπαρκτά, γνωστά ή ανύπαρκτα ακόμη. Για να πανικοβάλλουμε τα ύδατα και για να κερδίζει έδαφος η οικονομία με εφέ.
»Και τη φωτογραφία του Μεγάλου Μπουκ . Εν συντομία Τράγου. Μ’ όλη τη συνοδεία του, ερίφια, αμνούς, κατσίκες, μαλλιαρά. Για έναν ζεστό χειμώνα, σκεπασμένο μ’ ενοχές.
»Και λόγους του Πρωθυπουργού μας Αρχιδούκα . Κι εν συντομία Μπούφου. Για το παρελθόν. Το παρόν. Το μέλλον της Αυτοκρατορίας μας, μητέρα!
»ΖΗΤΩ! ΖΗΤΩ Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΛΕΚΤΟΥ!»
Ο Λεό σταμάτησε αποκαμωμένος απ’ το λογύδριό του και γλίστρησε απαλά στα βρύα, τρίβοντας τον τοίχο που κρεμόταν στα δαντελένια σώβρακά του. Η κουνιστή πολυθρόνα της γρια-αράχνης έτριξε αυτάρεσκα, κι άρχισε να γλιστράει πάνω-κάτω, στο σκοτεινό δωμάτιο επικίνδυνα οργώνοντας την επιφάνεια των βρύων. Τα δηλητηριώδη νήματα που κρέμονταν από τα νύχια της γυρόφεραν τον Λεό, ώσπου τον εκσφενδόνισαν με δύναμη στην οροφή. Κρεμόταν τώρα απ’ το ταβάνι. Από τις χαραμάδες πρόβαλαν δυο μικρές δέσμες φωτός που τρύπησαν τις κίτρινες κόρες των ματιών του.
«Λεό, ν’ ανεβαίνετε συχνότερα στην οροφή, έχει ημίφως εδώ μέσα, δε με βοηθάει στο πλεκτό μου», είπε η Έλσα, κι έσκυψε πάλι στο πλεκτό της.
«Το ψαλίδι Σας έχει αίματα, Μεγαλειοτάτη», ακούστηκε από το βάθος η μειλίχια φωνή του δόκτορα Ράινε. Ο Ράινε υποκλίθηκε. Πλησίασε με τον ασημένιο δίσκο του.
«Πάντα έχει αίματα το ψαλίδι μου, αγαπητέ μου Ράινε, δε λέει τίποτε αυτό. Ξέρετε ότι πλέκω με τα νύχια και κόβω τις παρανυχίδες».
«Να μου επιτρέψετε, Μεγαλειοτάτη», συνέχισε ο Ράινε διστακτικά, «να Σας υπενθυμίσω το λυπηρό περιστατικό των ιαματικών λουτρών. Όταν ο Λεό έφυγε για το ξενοδοχείο προκειμένου να αναπαυθεί, ο εκλιπών υιός σας ο Αλβέρτος, πιο σκληραγωγημένος γαρ, παρέμεινε κοντά σας. Αφού λοιπόν Σας ταχτοποίησε καλά καλά μες στην μπανιέρα, πλήρωσε τα καγκουρό που Σας μετέφεραν κι έπειτα έθαψε ζωντανούς τον αμαξά κροταλία Ουίλιαμ και τις σαλαμάνδρες axolotl. Ευτυχώς, από την κούραση κανένας δεν αντέδρασε. Θα ήταν περαιτέρω ταλαιπωρία για τον αξιομνημόνευτο Αλβέρτο να ήταν αναγκασμένος να δαμάσει και τα ζώα. Μετά επέστρεψε κοντά Σας και, ενώ Εσείς ενδυναμώνατε τους πνεύμονες με εισπνοές αρσενικού, σύμφωνα πάντα με τις εντολές μου, μέσα απ’ τα νήματά Σας πετάχτηκε ένας αρουραίος…..»
«Ναι, μητέρα. Αχ! ΦΟΒΕΡΟ! Ένας τεράστιος αρουραίος, έκτρωμα της φύσης, χωρίς ουρά και με αυτιά γαϊδάρου! Μου το ομολόγησε ο Αλβέρτος όταν ξεψυχούσε», πετάχτηκε και στρίγκλισε ο Λεό.
«Ράινε, πώς είχε ο αρουραίος αυτιά γαϊδάρου; Είναι λογικό;» αναπήδησε έντρομη η Έλσα.
«Μεγαλειοτάτη, τον είχα μεταλλάξει! Και φυσικά κατά τις εντολές Σας!»
«Α…να μην ανησυχώ δηλαδή, Ράινε… Και με την ουρά, τι έγινε με την ουρά;»
«Δεν είχε ουρά, Μεγαλειοτάτη.»
«Πώς και δεν είχε ουρά ο αρουραίος;»
«Το ψαλίδι Σας είχε αίματα, Μεγαλειοτάτη. Κατά την εμφάνιση του, η Μεγαλειότης Σας τρομοκρατηθήκατε τόσο, που άρπαξε το ψαλίδι Της και του πετσόκοψε την ουρά. Εκείνος ούρλιαζε και γκάριζε, αλλά Εσείς, Μεγαλειοτάτη, απτόητη τον αρπάξατε με τα γαμψά Σας νύχια κι αρχίσατε με εύστοχες κινήσεις να τον πλέκετε μέσα στο πλεκτό Σας: καλή-ανάποδη, καλή-ανάποδη, γύρισμα κ.τ.λ. Σ’ αυτό το σημείο το πλεκτό Σας απόκτησε εξόγκωμα. Όπως άλλωστε κι όλο το πλεκτό που σκεπάζει την Αυτοκρατορία μας..»
«Α, ναι μητέρα…», πήδηξε πλάι στον Ράινε ο Λεό. «Τον τελευταίο καιρό εφαρμόσαμε μία καινούργια μέθοδο με τους εργάτες που δουλεύουν στις πλεκτομηχανές μας στα υπόγεια. Κρίνω ότι αποφασίσαμε το καλύτερο για τη διευκόλυνση των υπηκόων της Αυτοκρατορίας του Πλεκτού. Συμφωνείτε, δόκτωρ μου;»
«Απολύτως, Λεό».
«Σαν τι δηλαδή;» ρώτησε αδιάφορα η Έλσα σκυμμένη στο πλεκτό της.
«Έχουμε ξέρετε μεγάλη προσφορά εργασίας. Κάθε μέρα εκατομμύρια χάμστερ, μυρμήγκια και γαϊδούρια κάνουν τεράστιες ουρές στην πόρτα της Αυτοκρατορίας ζητώντας εργασία. Το αποτέλεσμα είναι τα εξωφρενικά μποτιλιαρίσματα που απορρυθμίζουν την ομαλή κυκλοφορία και φέρνουν σε δύσκολη θέση τον Αρχιδούκα και εκνευρίζουν τον Υπουργό Μεταφορών Χελώνα. Επιπλέον, η Αυτοκρατορία δεν μπορεί πλέον να θρέψει όλα τα ζώα της, που πολλαπλασιάζονται ασύστολα, χωρίς την άδειά σας».
«Ανόητε, γιατί δεν περιορίζετε τις γεννήσεις;»
«Σας εξήγησα, μητέρα, ότι δεν επιθυμούμε να εγγραφούμε στην Ιστορία ως ολοκληρωτικό καθεστώς. Δεν περιορίζουμε τις γεννήσεις. Θα κατηγορηθούμε ότι χειριζόμαστε κυβερνητικά τις σεξουαλικές απολαύσεις των υπηκόων μας. Κι αυτοί πρέπει να έχουν πάντα την εντύπωση ότι κινούνται τουλάχιστον στα κρεβάτια τους αυτόνομα κι ελεύθερα.
»Εν αντιθέσει, μπορούμε να τακτοποιήσουμε το θέμα με την άνεσή μας στα υπόγεια. Όταν οι μηχανές μας παίρνουν το πλεκτό σας, το υποδέχονται με υποκλίσεις στην είσοδο όλοι οι εργάτες. Έπειτα πιάνει καθένας το πόστο του γύρω από τα νήματά σας. Οι μηχανές δεν σταματούν ποτέ. Ο θόρυβός τους είναι εκρηκτικός. Η ταχύτητα παραγωγής τεράστια, ανεξέλεγκτη σχεδόν. Το πηγαινέλα των εργατών ιλιγγιώδες. Το φως λιγοστό. Ο αέρας βαρύς και δύσοσμος. Όλοι είναι εξουθενωμένοι στο τέλος του δωδεκαώρου εργασίας. Κι έτσι κανείς δεν ασχολείται με τα ουρλιαχτά των εργατών που, από απροσεξία, καταλαβαίνετε, μητέρα, όταν τελειώσουν τη δουλειά τους κολλάνε στα γρανάζια και πλέκονται μαζί με το πλεκτό σας. Αυτή είναι η καινούργια μέθοδός μας, η λεγόμενη Εξόγκωμα Πλεκτού. Έχει βρει μάλιστα και συγκλονιστική απήχηση. Πουλιούνται κομμάτια μ’ εξογκώματα σ’ ολόκληρη την Αυτοκρατορία. Λάμπες, μπολ, χαρτιά υγείας χάμστερ. Κομότες, τραπέζια και κρεβάτια γαϊδούρια. Μινιατούρες τέχνης με μυρμήγκια κι ένα σωρό άλλα νόστιμα, μητέρα! Ω! Φτιάχνουμε, για να σας δώσω ένα παράδειγμα, κάτι πολυελαίους κούκλους με πενήντα χάμστερ, έναν γάιδαρο μεσαίου αναστήματος και χίλια πεντακόσια μυρμήγκια. Δεν είναι cosy;»
«Και το σπουδαιότερο», κάγχασε ο Ράινε, «κανένας δεν τολμά να τους ψάξει. Μπορεί να γνωρίζουν, να φαντάζονται, να υποψιάζονται, να συζητούν μεταξύ τους. Αλλά κανένας δεν τολμά να τους ψάξει!». Και γάβγισε σαρδόνια. «Κι όσο γι’ αυτούς που μένουν, αρρωσταίνουν από επικίνδυνους ιούς που συνήθως έχω έτοιμους στο εργαστήριό μου κι εξαπολύω στις αρχές της άνοιξης σ’ όλη την Αυτοκρατορία. Σαν τα μελισσόπουλα! Εξαπολύουμε ιούς και απολύουμε αρρώστους! Χα! Χα! Κάποιοι αναρρώνουν απ’ τους ιούς, ενώ άλλοι μένουν με σοβαρές αναπηρίες ή πεθαίνουν από υπερβολική χρήση αντιβιοτικών ή κακή χρήση εμβολίων. Κάποιοι εντελώς ηλίθιοι πεθαίνουν απ’ το φόβο», κι έκανε υπόκλιση.
«Ω! Πολύ μου αρέσει η ιδέα με τα εξογκώματα και τους ιούς. Τη βρίσκω σικ και βολική. Και προπαντός καθαρή. Και αφού κανένας δεν τους ψάχνει…» Η Έλσα έκανε μια παύση σαν να τη χτύπησε το ρεύμα. «Τώρα που είπα ψάχνει…τι κάνατε στ’ αλήθεια με την Μπελ;»
«Ανακοινώσαμε την ημέρα της εξαφάνισής της ότι πέθανε από αιφνίδιο θάνατο, μητέρα. Κατά τις διαταγές σας».
«Και την κηδέψαμε, σε κενό φυσικά φέρετρο, με τιμές αρχηγού κράτους. Η Μεγαλειότης Σας δεν παρέστη στην κηδεία ένεκα αδιαθεσίας κ.τ.λ. Το ανακοίνωσα προσωπικώς και κατά τις διαταγές Σας», πρόσθεσε ο Ράινε. «Θα μου επιτρέψετε επίσης», κι έκανε μια υπόκλιση ώσπου έγλειψε τα βρύα, «να Σας παρουσιάσω τον ΚΑΡΠΟ της καινούργιας ερευνητικής εργασίας, που μου αναθέσατε μετά την εξαφάνιση της εγγονής Σας». Και πρότεινε τον ασημένιο δίσκο με τον μαύρο κρυστάλλινο σωλήνα και το χρυσό μονόγραμμα ΕΜ. Τον φρέσκο κλώνο της γηραιάς αράχνης αυτοκράτειρας Ελισάβετ-Μαρίας Μάουλντυ με νούμερο XVIII.
04 Νοεμβρίου, 2009
H Kassandra διάβασε ποίηση
09 Οκτωβρίου, 2009
"Θα βγω να το φωνάξω, να το πω, πως είμαι αμαρτωλή που σ' αγαπώ!"(Κάνε κλικ εδώ...)
Κουράγιο! (Κάνε κλικ εδώ για να δείξεις ότι είσαι ευγενής)
Foto: www.in.gr Eκλογές 2009 (φωτογραφίες)
Αν όμως τα όνειρα τον εξαπατούσαν για να τον προστατεύσουν από την απώλεια και οι εφιάλτες ήταν οι φύλακες άγγελοί του ντυμένοι στα μαύρα, ποιος μπορεί να το αποδείξει; Mόνο που τούτες οι επιφυλάξεις δεν βρίσκουν θάρρος να περάσουν απ’ τα κακόφημα σοκάκια του νου του. Χρόνια τώρα τα όνειρα είναι το τελευταίο του καταφύγιο κι επαναλαμβάνονται υφαίνοντας τον ιστό της καθημερινότητάς του, σε έναν κόσμο δοσοληψιών, όπου κανείς δεν μπορεί να ζήσει ήσυχος αν δεν ισοπεδωθεί· με αντάλλαγμα ίσως έναν ύπνο βαθύ δίχως όνειρα.
Νίκος Πετρόπουλος, Οδός διαφυγής, εκδόσεις Γαβριηλίδη, Αθήνα 1995
04 Οκτωβρίου, 2009
H Kassandra μεταφράζει Paul Van Mulder
Σήμερα το πρωί στη δουλειά… τα πράγματα ήτανε σκατά… πολύ σκατά… σκατά κι απόσκατα… με φωνάζει τ’ αφεντικό… μου λέει… ένας πελάτης με περιμένει στο ιδιαίτερο σαλόνι… πρέπει να πάω μόνος… χωρίς κοπέλα…μόνος… σαν μεγάλος.
Έμεινα αποβλακωμένος … σίγουρα δεν κατάλαβα καλά… γιατί τα ’χαμε ξεκαθαρίσει αυτά… δεν έχω υποχρέωση να εμφανίζομαι μόνος στο σαλόνι… είναι απ’ αυτά που λέει το συμβόλαιο… μου ’δωσε το λόγο του… Μου λέει λοιπόν… η περιοχή εδώ γύρω άλλαξε… πρέπει να προσαρμοστούμε στη νέα πελατεία… αυτή αποφασίζει.
Δεν είναι από καπρίτσιο… δεν είναι από έλλειψη επαγγελματισμού… είναι ψυχολογικό…να βρεθώ σ’ ένα μικρό δωμάτιο μαζί μ’ έναν πελάτη… αυτός κι εγώ… μ’ αγχώνει… χαμόγελο…να παρουσιαστώ… να μου σηκωθεί… δεν είναι δυνατό… δεν θα τα καταφέρω… χίλια τα εκατό σας λέω… δεν θα μου σηκωθεί… δεν θα ’μαι άνετα… είναι πιο εύκολο με μια κοπέλα… ρίχνω την προσοχή μου στην κοπέλα… ξεχνάω τον πελάτη… χίλια τα εκατό σας λέω… το ξέρω… δεν θα τα καταφέρω… καλύτερα θα ’ναι κάνας άλλος…
Λοιπόν τ’ αφεντικό με πλησιάζει ήρεμα… με πιάνει απ’ τα αρχίδια κι εγώ δεν μπορώ να κουνήσω μία…και μου λέει πως ξεχνάω πάρα πάρα πολύ εύκολα ποιος είμαι… πού δουλεύω… βασιλιάς εδώ είναι ο πελάτης… πληρώνει και με το παραπάνω… αν απογοητευτεί… έξω απ’ την πόρτα… απόλυση χωρίς δεύτερη κουβέντα… είναι ώρα να ανανεωθεί το team… ποτέ του δεν μ’ αγάπησε… πολλές κόνξες… πολλά προβλήματα… δεν είναι δικός μας… κακό στοιχείο για το team… πρέπει ν’ αρπάξω την τελευταία μου ευκαιρία… αν ξανανέβω σ’ αυτό το γαμημένο το σαλόνι χωρίς να κάνω τη δουλειά μου… για μένα… εδώ… φινίτο… έξω!... σκούπα… κι άντε στα τσακίδια, καλοτάξιδος!
Μ’ αφήνει… συνέρχομαι κάπως… μ’ ακούω να του λέω… οκ… οκ… κατάλαβα… θα το κάνω… θα το κάνω… κανένα πρόβλημα… θα μείνω εδώ… πού θέλετε να πάω αν με πετάξετε στο δρόμο;… Σας ζητάω συγγνώμη… τις ευχαριστίες μου που με κρατάτε μες στο team … ξέρω… δεν είμαι πάντα εύκολος… θα με ξαναβάλω σε σειρά… θα σας δείξω για τί πράγματα είμαι ικανός… θα κάνω προσπάθειες… είσαστε η οικογένειά μου… θα είμαι άξιος της εμπιστοσύνης σας… σας παρακαλώ… δώστε μου αυτή την τελευταία ευκαιρία… χαμογελάει… και μου λέει φεύγοντας… άντε να πας να κάνεις κάνα ντους… βρομοκοπάς ιδρώτα… στάζεις απ’ όλες τις μεριές… να ’σαι ευπαρουσίαστος… πρέπει να ικανοποιούμε τ0ν πελάτη…
Πήγα λοιπόν στο ντους… έπλυνα προσεκτικά το σώμα μου… του ’βγαλα όλον το φόβο από πάνω…και στο διάδρομο που πάει για το σαλόνι… αναρωτιέμαι γι’ αυτό που μου συμβαίνει… δεν νιώθω το σενάριο… σκατά…βρωμάει.
Μετάφραση από τα γαλλικά: ΚASSANDRA
Paul Van Mulder, La solitude d’ un acteur de peep show avant son entrée en scene, Maelstrom (http://www.maelstromeditions.com/)
25 Σεπτεμβρίου, 2009
Θέατρο: Η Kassandra έλαβε "θεία μετάληψη" στο THEATRE de la place des MARTYRS: La Solitude d’un acteur de peep-show avant son entrée en scène
“La Solitude d’un acteur de peep-show avant son entrée en scène"
Η φωτογραφία που συνοδεύει το κείμενο είναι της Joanna Van Mulder
KASSANDRA, προεκλογικές εκτονώσεις και φυσικά... "Περιμένοντας τον Γκοντό" (τσου...τσου...ούτε τον Κωστάκη ούτε τον Γιωργάκη!)
H προεκλογική οιμωγή της Κασσάνδρας!!!
Θα φύγω ένα καλοκαίρι
απ’ το χεράκι θα κρατάω τα παλιά μου χρέη μόνο
χωρίς βαλίτσα, ντάλα μεσημέρι
και ψάθινο παράπονο θα έχω για το δρόμο.
Αχ, Ελλάδα, μου ’ταξες φλουριά,
μα μ’ έχεις στο Μινώταυρο για φόρο.
Αχ Ελλάδα, το ξέρω από παλιά
παιδί του Κρόνου είμαι, δε γλιτώνω.
Θ’ ανοίξω έπειτα πανιά
τα χρέη μου θα βάλω για μπουγάδα σ’ ένα ιστιοφόρο
να ξεπληρώσω έτσι στην Ελλάδα
το φως της: του Οιδίποδα σακάτεμα και δώρο.
KASSANDRA, προεκλογικά ξόρκια!
23 Σεπτεμβρίου, 2009
H Kassandra τραγουδά για το θέατρο:Ταμπατάμπα, 0 σαλτιμπάγκος
Εμπνευσμένο από το θεατρικό μονόπρακτο του Μ. Κολτές: “Ταμπατάμπα”
στο μπαούλο έχει σφαλιστά
όνειρα μαζί με τα λευκά
Κοιμίζει στα κοτσίδια της κρυφά
δυο άστρα, δυο καημούς και δυο φιλιά
ζευγάρωμα στον έρωτα που δεν τη φτάνει πια
Στην Ταμπατάμπα
η ζέστη αλλοιώνει τις μορφές
τις νύχτες λιώνει τις ψυχές
και τρέχουνε ασώματες
να ρίξουν δηλητήριο σαϊτιές
στον φταίχτη που τις άφησε μισές
Μέσα απ’ τον Αμπού ζει μοναχά
τον αδερφό που γίνεται σκιά
στα μάτια της τα μάτια του φορά
Το θαύμα στο κορμί της καρτερά
μα αυτός τα θηλυκά δεν τα κοιτά
δε δάνεισε το βλέμμα του ποτέ στη Μαϊμουνά
Κι είναι τα φώτα όνειρα,
κατάθεση αυτόχειρα,
μια λύση κάπως τραγική
για να γλιτώσεις το κορμί
απ’ της Κασσάνδρας τις φωνές
στις παιδικές σου τις αυλές
Έχω ανάγκη ένα φως
σαν σαλτιμπάγκος μοναχός,
πατρίδες φτιάχνω στο σπαθί
δυο χαρακιές για τη σιωπή
Έχω ανάγκη ένα φως
σαν σαλτιμπάγκος μοναχός,
σοκάκι με φωτιές θεών
στο πανηγύρι των καιρών
Μετάξι, σμύρνα δώρισα,
με ήχους εξιστόρησα
πώς κάνουν μάγια στη σκηνή
φιγούρες, άλλοθι, σαλοί:
“πάνε στο βλέμμα να κρυφτούν”
Κομέντια ντελ άρτε και πονούν
ΚASSANDRA, στίχοι για τραγούδια
H Kassandra γράφει: Το όνειρο (απόσπασμα)
«Με λένε Ιάσονα», γυρνούσε προς το πλάσμα.
«Δε σε λένε τίποτε ακόμη!», τον σάρκαζε εκείνο.
«Μα τι λες τώρα;», διαμαρτυρόταν ο Ιάσονας, ο γερο-καρχαρίας μού έδωσε το όνομα.
«Δανεικό!» Ήταν η όγδοη φορά που η Μέμη έπαιζε το ρόλο. «Αχ, πώς το ξέχασα!», έπρεπε να πει, δεν το ’πε όμως. «Σιγά το όνομα! Τέτοιος που είσαι, βλάκα, θα σ’ το ξαναπάρει!». Θα τη φιλούσε κάποτε ο Ιάσονας, αυτό περίμενε η Μέμη, εκείνος αδιάφορος, θύμωσε το κορίτσι. Τράβηξε τότε από τη σάκα ένα λουκουμά, τον γράπωσε στα δόντια τα λειψά της· μάτια ορθάνοιχτα, βουβή και μπουκωμένη, από γινάτι φούσκωνε, κατέτρωγε το λουκουμά, το αγόρι, να τον εκδικηθεί το πλάσμα, ν’ αγαπηθεί μπορεί, και δεν ξανάπαιξε μαζί του.
Πέρασαν χρόνια, δεν έζησαν καλά, εμείς καλύτερα, όπως στα παραμύθια, θα ’ταν κοινότοπο να πούμε τέτοια ψέματα, έζησαν μόνο, χωρίς κανείς να είναι βέβαιος για το καλά ή όχι, τα χειρότερα, έζησαν, και το παιδί ανδρώθηκε, ο Άλεξ άσπρισε, η Αλταμίρα αγέραστη, λέγανε για κείνη. Έφτιαξαν όμως τη ζωή τους κατά πως βούλονται οι άνθρωποι, ζωή είναι, θα περάσει. Ίχνη παντού ονειρικά, το ’ξεραν μεταξύ τους· σκέψη, νιώσιμο, πράξη, περιμένω, κάπως αλλιώς απ’ τα πραγματικά – ποια πραγματικά; –, γιατί αυτά ήταν αλήθεια αυτοί, πιο πραγματικοί αυτοί από τ’ αλήθεια. Κι έγινε δύσκολο αργότερα να διακρίνεις τι συνέβη ακριβώς, μπερδεύτηκε ο χρόνος και ο χώρος, όρια όχι, παρελθόν, παρόν, μέλλον ένα, όχι άλλο· γεγονός, μύθος, συμβάν και φαντασίωση, το ίδιο πράγμα ακριβώς. Αδύνατο να διακρίνεις το.
Η Kassandra γράφει: Αλταμίρα (απόσπασμα)
22 Σεπτεμβρίου, 2009
Βιβλιοκριτική.Η Κassandra διάβασε Γιέλινεκ
Η συζήτηση για το τι ακριβώς συνιστά λογο-ΤΕΧΝΙΑ μπορεί να συνεχίζεται δυναμικά επ’ αόριστον και σίγουρα με πρισματική λογική προσέγγισης (εάν υποθέσουμε ότι υπάρχει στοιχειώδης λογική), μια και η ισοπεδωτική σύγχρονη τάση, τόσο της γραφής όσο και της κριτικής και κατ’ επέκτασιν της κατανάλωσης πολτού, που αυτο-ορίζεται στο πλαίσιο αυτό σαν βιβλίο και, ακόμη χειρότερα, σαν «λογοτεχνία», δε φαίνεται να είναι ικανή να διασφαλίσει τους όρους και τα όρια για τέτοιου είδους προσεγγίσεις.
Για τη Λαγνεία ωστόσο της νομπελίστριας Αυστριακής συγγραφέως έχουμε χρέος να παρακάμψουμε τη μαστροπεία της πλειονότητας των εκδοτών και των κριτικών, αν και σε μια πρώτη (βεβιασμένη ή παρεξηγημένη) ματιά θα έλεγε κανείς ότι βρισκόμαστε ενώπιον ενός σκληρού πορνογραφικού υλικού σε εξευγενισμένο αμπαλάζ εύστοχου, πλούσιου και αθυρόστομου μυθιστορήματος και ότι συνεπώς εκπορ(ν)ευόμαστε αναλόγως των (προσ)ταγμάτων της εποχής. Αλλά «είναι απαράδεκτο να κάνει κανείς έναν ζωντανό άνθρωπο φύλλα και φτερά και να μην τον διαβάζει καν» (σελ. 70), γράφει η Γέλινεκ, αφού «γνωρίζει όλες τις ύπουλες λαβές και απολαβές» (σελ. 39) του κόσμου, «καθώς υμνεί το γιο του θεού, που σε αυτή τη χώρα έπλασε τους ανθρώπους με χώμα και μεταμόρφωσε τα δάση της σε χαρτί» (σελ. 33) και αφού το «εργοστάσιο, με τη βοήθεια αυτών που το κατοικούν και το κινούν, παρήγε το χαρτί, το δικό μας λίπασμα, πάνω στο οποίο μπορούμε να γράφουμε και τις σκέψεις μας» (σελ. 100).
Λίπασμα ωστόσο για τη γέννηση τέχνης και λογοτεχνών είναι η ίδια η συγγραφέας όχι μόνο για τις ευαίσθητες κεραίες της που διεισδύουν στην εποχή της, παράγοντας εκ παραλλήλου μια (έστω και στοιχειώδη) μυθοπλασία ως όχημα για την ανάδειξη του προβληματισμού της· όχι μόνο για τη μεστή, άμεση και τεκμηριωμένη κριτική τη δια-νοούμενης, η οποία διαθέτει και εξαιρετικό ταλέντο στη γραφή και γι’ αυτό επαξίως μπορεί να χαρακτηριστεί λογο-τέχνις· όχι μόνο για το απαλλαγμένο από παντός είδους σύνδρομα πνεύμα που επιτίθεται με οξύτητα και χιούμορ στον εκδημοκρατισμένο φασισμό και στην ελευθεριότητα της εποχής μας· όχι μόνο για την αντίσταση στην προσωπική εκπόρνευσή της, με την απουσία παζαρέματος στην τεχνική, στην τέχνη και στο στόχο της· όχι μόνο για την έλλειψη φιλαυτίας που μαρτυρά η εξαιρετική δουλειά κάθε παραγράφου, καθιστώντας την είλωτα του λόγου, καθώς παράγονται σελίδες που χαρακτηρίζονται από έλλειψη φλυαρίας και κοινοτοπίας σ’ ένα βιβλίο που κινείται στους ιλιγγιώδεις, εσωστρεφείς και επαναληπτικούς ρυθμούς της ανθρώπινης Λαγνείας· αλλά κυρίως για τη δημιουργική και ποιητική ανάπλαση, διά μέσου των εργαλείων του λόγου, ενός θέματος που θα εξέπιπτε σε επιθεωρησιακή αισχρολογία ή δημοσιοποιημένη και δημοσιευμένη προσωπική σεξουαλική εκτόνωση στα χέρια κάποιου από αυτούς που παίρνουν τους «καυλούς» τους για «αυλούς» (σελ. 222) ή κάποιας από αυτές τις σύγχρονες «(κ)αυλητρίδες του σπιτιού» (σελ. 252), που προσβάλλουν την αισθητική και τη νοημοσύνη μας με την παραγωγή σκευασμάτων καθ’ ομοίωσιν.
Εξαιρετική η μετάφραση του Λευτέρη Αναγνώστου σ’ ένα ιδιαίτερα απαιτητικό και πολύσημο κείμενο του οποίου οι δυσκολίες συγγενεύουν σε πολλά σημεία με αυτές της ποιητικής μετάφρασης.
Ελφρίντε Γέλινεκ, Λαγνεία, μτφρ. Λευτέρης Αναγνώστου, εκδόσεις Εκκρεμές
KASSANDRA, Περιοδικό Πανδώρα
Βιβλιοκριτική. Η Kassandra διάβασε ΝτεΛίλλο.
Ντον ΝτεΛίλλο, Κοσμόπολις, Εκδόσεις βιβλιοπωλείον της Εστίας
KΑSSANDRA, Περιοδικό Πανδώρα
Η Kassandra γράφει: Ο Ποπ
Ίσως και να ’φταιγε το χιόνι, που απόψε έπεφτε ακατάπαυστα στις στέγες του Σαν Τάουν ή το κρανίο του Λόλυ, που γένναγε τρίχες στο γαριασμένο μαξιλάρι. Είχε ύπνο ανήσυχο τον τελευταίο καιρό. Σαν απ’ αυτούς που σε σηκώνουνε τις νύχτες να τρίξουνε στο πάτωμα τις μπερδεμένες σκέψεις που περνιούνται για ιδέες.
Ο Λόλυ φορούσε μόνο ένα σώβρακο λευκό κι είχε τα πόδια του ξυπόλητα και τα ’σουρνε τα βράδια σε ψίχουλα, τρίχες, ροκανίδια, και η καλύβα του είχε γεμίσει από φωλιές που βρίσκαν μόνο κάτι ζωύφια καταφύγιο. Ο Ποπ πήγαινε πού και πού για να μυρίσει τ’ απομεινάρια αυτής της ηλικιωμένης ανταρσίας, κι έπειτα έσκαβε σ’ ένα συγκεκριμένο πάντα μέρος να τα θάψει. Πάντα στο ίδιο μέρος, και κρυφά από τον Λόλυ.
Αλλά ο Ποπ ήταν ένας βλαμμένος σκύλος και δεν μπορούσε να καταλάβει ότι, γι’ αυτή την αποψίλωση, ο Λόλυ δεν έδινε δεκάρα. Τόσο βλαμμένος ήτανε ο Πόπ, που απόψε με τέτοια παγωνιά δεν μπήκε στην καλύβα και ψόφησε, σκάβοντας εκεί, εκεί συνέχεια. Μονάχος.
Αλλά ο Λόλυ τίποτε δεν ξέρει για τον Ποπ. Βλέπει μόνο την Έλσα να φοράει γάζες και λίγο λίγο νιώθει μία παράξενη σιωπή που δεν καταλαβαίνει πως είναι απ’ το χιόνι. Οι ξυλοκόποι είναι αποκλεισμένοι και το Σαν Τάουν, χτυπημένο σαν αφρόγαλο, κοπάζει, κάτω απ’ τις γάζες, τις πληγές του, και τα σκελετωμένα δέντρα, που σήμερα δε θα τ’ αγγίξουν τα τσεκούρια, παίζουν τα λευκά δέντρα σε χριστουγεννιάτικες ταινίες.
Η ΄Ελσα έφτιαχνε ωραία τη γεμιστή της γαλοπούλα. Ο Λόλυ δεν ήθελε να την σκοτώσει, είναι αλήθεια. Δεν θα το έκανε εάν δεν είχε συμφωνήσει και ο Ποπ κι αν όλοι οι γάμοι δεν ήταν σιωπηλοί κι αν είχαν ραδιόφωνο στο σπίτι και αν τότε δεν είχαν αργία οι ξυλοκόποι και αν δεν υπήρχε ένα ωραίο μέρος στην καλύβα να χώσουνε την Έλσα.
Μαζί τα συμφωνήσανε ο Λόλυ και ο Ποπ. Γιατί δυο κούφιοι γδούποι έχουν αξία, πάντα, συγχορδίας όταν αφήνουν μεταλλική τη στίξη στη σιωπή.
KASSANDRA, Δημοσιευμένο στο περιοδικό Πανδώρα
H Kassandra γράφει: O απέθαντος Νάιν
Στη λεωφόρο τρέχουνε τα φώτα και το άλφα ποιότητος πουκάμισο του Νάιν φουσκώνει μέσα απ’ τ’ ανοιχτά παράθυρα της νέας του Βεμβέ, που είναι πάντα καλογυαλισμένη και της μόδας, γιατί ο Νάιν αλλάζει τ’ αυτοκίνητα σαν τα πουκάμισα, που είναι κι αυτά της μόδας και λίγο μόνο γαριασμένα από ιδρώτα σαν κεντημένη αράχνη στις μασχάλες, όταν η αύρα τις ραπίζει, και παίρνουν λίγο άρωμα από τις ανθισμένες νεραντζιές κι από γυναίκες σαν αράχνες, που περιφέρουνε ανυποψίαστες στην παραλία τον βραδινό περίπατο μες σε γλυκά πράσινα, πορτοκαλιά, κίτρινα ρούχα κάτω από τις νεραντζιές, στα πεζοδρόμια.
Αυτός θα πεθάνει γρήγορα, είπε μια μέρα η μια στην άλλη, χωρίς ο Νάιν να γνωρίζει τίποτε απολύτως για τη γλυκόπικρη διαρροή του πεπρωμένου, αφού δεν έχει καθόλου χρόνο να σκεφτεί, πολύ γρήγορα μόνο τρέμοντας από συσσωρευμένο πόθο, ομολογουμένως τρυφερός, κατόρθωσε δυο τρεις φορές να πέσει στο κρεβάτι με τη γυναίκα που επαλήθευσε, μύριζαν έντονα τα υγρά του, πως θα πεθάνει γρήγορα, αφού είπε στην άλλη πρώτα πως οι δουλειές του ολοένα και ανοίγουν.
Δεν πρόκειται όμως ο Νάιν να πεθάνει, αν και αναδιπλώθηκε από την πρόσφατη απώλεια του πατέρα και το επικείμενο θανατικό στην εφηβεία λογχίζει τη φαμίλια με σήματα ανερμήνευτα. Απόψε είπε θα περνούσε απ’ τη γυναίκα, αυτή κόβει λίγα κλωνάρια νεραντζιάς και σκέψεις που μυρίζουν.
Στη λεωφόρο ο Νάιν διαγράφει το ατύχημα, «συμβόλαιο υπογράφουμε στις 10.00», στο κινητό σφραγίζοντας ένα απ’ τα ραντεβού της επομένης.
Καθόλου αδιάφορη η γυναίκα στολίζει το άδειο της το βάζο. Εκεί όπου ’ναι ριγμένο τώρα το δερμάτινο σακάκι στο αμάξι, τη χάιδευε άλλοτε ο Νάιν. Ανάβει ένα λαμπατέρ και τρέχουν πιο πολύ στη λεωφόρο οι λαμπτήρες. «Θα βρέξει απόψε», είπαν, «κόκκινη βροχή». Οι διαγνώσεις των γιατρών και οι προγνώσεις γενικώς φέρνουν αμηχανία, θα υπογράφανε «στις 10.00», και αύριο και χθες θα υπογράφανε, και η λαμαρίνα αρχίζει να θαμπώνει από σκόνη της Αιγύπτου.
Ξυπόλητη η γυναίκα αφήνει αποτυπώματα στη στάχτη απ’ τον καιρό και τα τσιγάρα, ένα μεταλλικό φεγγάρι σφαλίζει στα ρολά της, και κοιμάται.
Τέτοιοι αστάθμητοι παράγοντες, όπως φεγγάρια μες σε κόκκινους λεκέδες στο αμάξι, είναι που εκνευρίζουνε τον Νάιν και φρενάρει τις εσωτερικές οσμώσεις του μπρος απ’ τα σκαλοπάτια του σπιτιού του.
KASSANDRA, Δημοσιευμένο στο περιοδικό Πανδώρα
H Kassandra γράφει:Για τη ραφή και μόνο
Ο Χέρμπερτ είναι ρευστός, κοντός και μακρομάλλης. Ο καιρός άρρωστος, υγρός και επιλήσμων. Και ανταλλάσσει απόψεις με τον άντρα, μπροστά σ’ έναν καθρέφτη. Απόψε είπαν πως θα βρέξει, κι ο Χέρμπερτ αποφάσισε πως έπρεπε να φορέσει μόνο το παλτό του. Ένα παλιό μαύρο παλτό, που αγοράστηκε σε μια δημοπρασία, γιατί του άρεσε ιδιαίτερα ο γιακάς.
Ο Χέρμπερτ επιτρέπει στις λεπτομέρειες να αγκιστρώνουν τη ζωή του. Ας πούμε, λέει «σερβίτσιο» και εννοεί το τσουγκρισμένο χείλος από το πορσελάνινο φλιτζάνι, που συνιστά ενθύμιο της λυγερής φιγούρας της μητέρας. Εκτός από το πορσελάνινο σερβίτσιο, του κληροδότησε μία βαριά ασθένεια επίσης. Κι εκείνος έμεινε κοντός. Την έλεγαν Ελεονόρα. Κι ένιωθε πιο πολλή απόλαυση όταν αντίκριζε τα μακριά εβένινα μαλλιά του απ’ ό,τι όταν άγγιζε τον ίδιο.
Απόψε είπαν πως θα βρέξει, κι ο Χέρμπερτ αποφάσισε πως έπρεπε να φορέσει μόνο το παλτό του. Μυρίζει μπρος στον καθρέφτη το γιακά του, αγγίζει το γιακά του, χαϊδεύει, σφίγγει γύρω απ’ το σβέρκο το γιακά του και κουμπώνει το κουμπί. Δεν είναι καθόλου φειδωλός στον τρόπο που διαθέτει τις ιδέες. Σκέφτεται «η ραφή», και τίποτε άλλο. Για τη ραφή και μόνο του γιακά είχε αγοράσει τότε το παλτό.
Απόψε είπαν πως θα βρέξει, κι ο Χέρμπερτ αποφάσισε πως «θα φορέσω μόνο τη ραφή μου». Τη βούρτσισε με απέραντη στοργή, την έσιαξε προσεκτικά, ρούφηξε απαλά για ώρα την υφή της. Γυαλίστηκε ξανά και άνοιξε την πόρτα, αφού πριν έβαλε στην άκρη τη μαύρη του ομπρέλα. Ευτυχής.
KASSANDRA, Δημοσιευμένο στο περιοδικό Πανδώρα