08 Νοεμβρίου, 2009

Το πλεκτό:μια ιστορία για ζώα

Απόσπασμα: Στα σκοτεινά και υγρά διαμερίσματα της γριας-αράχνης Έλσας-Μαρίας Μάουλντυ.

Η Έλσα-Μαρία Μάουλντυ με νούμερο XVIIΙ κάθεται στην κουνιστή της πολυθρόνα. Πλέκει ατάραχη με τα μακριά σπειροειδή της νύχια κλωστές και δηλητήριο. Ο φωτισμός του δωματίου πενιχρός, καθότι, από τότε που χάθηκε ο γιος της ο Αλβέρτος, η αυτοκράτειρα διέταξε να κάνουν οικονομία στη λιακάδα που ’τρεχε απ’ τα μακριά μπροκάρ, για να ’χουν να του ανάβουν στον τάφο το καντήλι.
Η γρια-αράχνη δε λέει εδώ και χρόνια να κουνηθεί από την κουνιστή της πολυθρόνα. Δεν μετακινείται, μόνο μεταφέρεται. Από τον άλλο γιο της, τον Λεό, και τον πιστό Πεκινουά, δόκτορα Ράινε. Το πάτωμα της σάλας έχει ξεράσει βρύα, πράγμα που ανησυχεί για την ασφάλειά της όταν τσουλάει με δύναμη την πολυθρόνα της πάνω στα φυτά.
Ο δόκτωρ λουφάζει σε μια γωνιά, κρατώντας, με την αρμόζουσα στα κειμήλια ευλάβεια, έναν ασημένιο δίσκο που μεταφέρει έναν μαύρο κρυστάλλινο σωλήνα. Με το χρυσό μονόγραμμα ΕΜ.
Α…κι από δω ο Λεό Μάουλντυ: ψιλόλιγνα εύθραυστα κανιά, εξόφθαλμα παγερά κίτρινα μάτια∙ στραβογερασμένος, άτριχος, σχεδόν σπανός, εργένης, με το λευκό των νηστευτών και των παρθένων. Η Έλσα τον αποκλήρωσε, αλλά αυτός διατηρεί ανέγγιχτη απ’ τα δηλητήρια της αγαπημένης του μητέρας την επιθυμία για την κραυγαλέα και υστερική, έως τελικής πτώσεως, αισθητική που χαρακτηρίζει και πολλούς άλλους ομοφυλόφιλους της Αυτοκρατορίας του Πλεκτού. Στην πραγματικότητα ο Λεό είναι υπηρέτης από εκείνη την ημέρα που η αυτοκράτειρα, σε μια από τις σπάνιες εκρήξεις οίκτου, πήρε την απόφαση να τον κρατήσει αποκληρωμένο αλλά κοντά της.
«Μητέρα, κρίνω πως θα ήταν καλύτερο να εγκαταλείψετε τη θέση σας. Δεν είναι θεμιτό να κάμνετε τσουλήθρα επάνω στα φυτά».
«Λεό, σταματήστε επιτέλους, αυτά είναι επουσιώδη… ευρίσκεται…. ευρίσκεται… στη σκεπή το κρινολίνο μου, το τρώει το αγιάζι!!! Εν πάση περιπτώσει, εδώ και χρόνια επιμένω να επισκευάσετε τη στέγη. Είναι ανήκουστο, Λεό, το κρινολίνο μου να κάθεται στη στέγη του οικήματος!»
«Όπως νομίζετε, μητέρα, αλλά θα σας υπενθυμίσω ότι προ ετών επτώχευσε η Αυτοκρατορία και ότι το κρινολίνο σας δε χρησιμοποιείται πλέον ως σκεπή. Η Αυτοκρατορία παραμένει άστεγη και υποφέρουμε από τον καύσωνα το καλοκαίρι και τις πλημμύρες το χειμώνα. Μην ξεχνάτε ότι εσείς έχετε καταλάβει το καλό δωμάτιο, καίτοι κάπως υγρό και σκοτεινό κατά τις προσταγές σας».
«Λεό, σταματήστε να αναφέρεστε στα διαμερίσματά μου. Δεν σας επιτρέπω. Πέστε μου μόνο τι απέγινε το κρινολίνο μου.»
«Μην ανησυχείτε, μητέρα, ευρίσκεται σε ασφαλή περιοχή. Σ’ ένα μπαούλο. Ο γιος σας ο Αλβέρτος, ελπίζω να τον θυμάστε, ετελεύτησεν τον βίον ύστερα από το ατύχημα που του συνέβη, όταν επάτησε την άκρη του πλεκτού σας στα ιαματικά λουτρά με τα αρσενικούχα ύδατα. Από τότε εκνευριστήκατε και διατάξατε να βάλουμε το κρινολίνο στο μπαούλο. Έτσι, απλά…»
«Στα ιαματικά λουτρά;»
«Nαι… Επιμένατε, μητέρα, να πλέκετε ακόμη και μέσα στην μπανιέρα. Ο Αλβέρτος, αφού σας τοποθέτησε μαλακά και σιγουρεύτηκε για την άνεσή σας, προσπάθησε εν συνεχεία να βολέψει το πλεκτό σας. Εσείς πλέκατε την εποχή εκείνη έναν εκρού τοίχο. Με πουαντερί. Αχ, ένα αριστούργημα, πολύ πολύ ωραίο σχέδιο, μητέρα! Ρίχνατε μία καλή, μία ανάποδη και, όταν στη συνέχεια γυρνάγατε τον τοίχο για να τον πλέξετε κι από την άλλη, πάνω στην καλή πλέκατε ανάποδη και τούμπαλιν. Αλήθεια, πού έχετε βάλει αυτό το θαυμάσιο πλεκτό σας;»
«Δε σας δώρισα το μπροστινό κομμάτι, αχάριστε χαραμοφάη, για να σας προικίσω;»
«Αχ…σας ζητώ συγγνώμη, μητέρα, μου διέφυγε εντελώς ότι το χειροτέχνημά σας κοσμεί τα μακριά μου σώβρακα. Χίλια συγγνώμη, αλλά ξέρετε, αποφεύγω ν’ αγγίζω τις δαντέλες τους, προκειμένου να σας διατηρώ ακμαία πάνω μου, και ως εκ τούτου η χρόνια απραγία μου στις ψαύσεις ατόνησε τη μνήμη. Χα, χα, ψαύσεις, χαριτωμένο, δε βρίσκετε, μητέρα;»
«Με το κρινολίνο τι έγινε, Λεό; Κάτι μου αποκρύπτετε, αλλάζετε την κουβέντα!»
«Σας είπα, στο μπαούλο! Σας επαναλαμβάνω ότι ο Αλβέρτος προσπάθησε να βολέψει τον τοίχο στην μπανιέρα. Τον σήκωσε στα χέρια του με προσοχή εξαιρετική, έχοντας στο νου του να μη χτυπήσει στις θημωνιές απ’ τις κλωστές που μόλις είχαμε μεταφέρει στα λουτρά.
»Δέκα χιλιάδες ναυλωμένα καγκουρό, μητέρα − ολόκληρη πομπή − είχαν μεταφέρει το αναγκαίο υλικό στο πορτμπαγκάζ τους. Εσείς, καθισμένη στο κέντρο της πομπής, σε μια άμαξα με εξαίσιες γιρλάντες από φρεσκοκομμένα νούφαρα και φρεσκολιανισμένες λευκότατες πολικές αρκούδες, ήσαστε συγκεντρωμένη στο πλεκτό σας. Φορούσατε ένα κουνέλι γκρι του Μπουρμπονέ στους ώμους κι ένα ωραιότατο κουνέλι ανγκορά ζέσταινε τους μηρούς σας. Μια κούκλα, κούκλα! Τα μακριά λευκά μαλλιά σας σέλωναν τις δύο χιλιάδες σαλαμάνδρες axolotl που σας μετέφεραν σε μια λίμνη αίματος, αγόγγυστα, αναγεννώμενες σαν φοίνικες μέσα απ’ τις στάχτες τους, παρά τις κακουχίες και τα ατυχήματα. Κι ο αμαξάς − αλήθεια θυμάστε εκείνον τον κούκλο κροταλία, τον Ουίλιαμ; − έγειρε απ’ την κούραση το κεφάλι στους τροχούς και ροκανίστηκε κάμποσο η μύτη του. Ευτυχώς δε συνέβη τίποτε χειρότερο, κι αυτό το οφείλουμε σε σας, μητέρα, γιατί τον συγκρατούσατε στην άμαξα με τη χαίτη σας σφιχτοδεμένη στο λαιμό του.
»Αχ, τι εργόχειρο! Τραβούσατε νωχελικά και με ακρίβεια την ποσότητα του νήματος που σας ήταν απαραίτητη και πλέκατε στα μακριά σας νύχια χιλιόμετρα από εκρού κλωστές, μπροστά και πίσω σας. Ένα αιμάτινο μεγαλείο την ώρα που έδυε ο ήλιος. Ο τοίχος υψωνόταν ολοένα, ο Αλβέρτος σκότωνε όλα τα πετεινά με τη σφεντόνα, για να χωρέσει το πλεκτό στους ουρανούς, και όσους λευκούς κομψούς βελγικούς λαγούς κάνανε περίπατο. Για να διακοσμήσουνε το δείπνο σας. Εγώ ξέμπλεκα τους κόμπους προς διευκόλυνσή και αποφυγή εκνευρισμού σας. Θυμάστε;»
«Και το ’χουμε ακόμη το πλεκτό, Λεό; Το μπροστινό θυμάμαι ότι σας το δώρισα, το άλλο πού είναι;»
«Και βέβαια, μητέρα! Κράτησα ό,τι κράτησα για τα μακριά μου σώβρακα και, απ’ ό,τι θυμάμαι, με ό,τι μας απέμεινε κόσμησα ανάλαφρα την Αυτοκρατορία. Όλη η Αυτοκρατορία κοσμείται απ’ το χειροτέχνημά σας. ΜΙΑ ΟΜΟΡΦΙΑ! Όλοι οι υπήκοοι βρίσκονται κάτω απ’ την προστασία και την επήρεια αυτού του εξαίσιου έργου τέχνης σας. Αλλά δεν μπορούν, μητέρα, ούτε να το δουν ούτε να το αγγίξουν. Κι ούτε, κατ’ επέκτασιν, να το καταστρέψουν. Ευφυές! Ευφυές! Μόνο να το οσμιστούν. Μερικές φορές, μάλιστα, όταν φυσάτε τους ανέμους καθώς ρεύεστε, αισθάνονται κάτι να τους γλείφει.»
«A, έτσι! Και τι λένε; Τους αρέσει;»
«Οι τυφλοπόντικες, οι μπούφοι, τα γουρούνια, οι λαγοί, οι κότες και οι στρουθοκάμηλοι δυσανασχετούν. Αλλά νομίζουν πως τους εράπισε ο διπλανός τους, και στρέφονται εναντίον του.
»Άλλοι επαναστατούν. Συνήθως κάτι πολύξερα λιοντάρια, εκπορνευμένες κουκουβάγιες, φλύαροι αρουραίοι, επιδειξιμανείς φοράδες∙ φασαριόζικα τζιτζίκια, καλοταϊσμένα κατοικίδια κι όλα τα αιλουροειδή που συχνάζουν στους γνωστούς κύκλους, ξέρετε τώρα δα. Αλλά εύκολα ξεχνούν και ρίχνονται στις απολαύσεις.
»Κι άλλοι τίποτε. Όπως τα χάμστερ που δουλεύουν στα υπόγεια πλεκτήρια της Αυτοκρατορίας και συνεχίζουν το πλεκτό σας. Απλώς πεθαίνουν. Και συσσωρεύουμε περισσότερα πτώματα και λιγότερους φόρους».
«Να αυξήσουμε τότε τους φόρους και να εξαφανίσουμε τα πτώματα! Να φωνάξετε, Λεό, τον Υπουργό Οικονομικών. Δώστε διαταγή να περάσει το απόγευμα ο Κροκόδειλος!»
«Τα πτώματα να ΜΗ σας ανησυχούν. Τα έχει αναλάβει η Αυτοκρατορική Υπηρεσία Αρπακτικών και Σκουληκιών. Τρώνε καλά, ξεκοκαλίζουνε τα πάντα. Όσο για τους φόρους… δεν έχει νόημα να τους αυξήσουμε. Θα έχουμε τα προβλήματα που είχαμε και με τον τρωκτικό Πανώλη. Θα πρέπει να πληρώσουμε ακόμη περισσότερα για να καλύψουμε το σκάνδαλο.
»Και τέλος, υπάρχουν, μητέρα, και αυτοί που φεύγουν».
«Για διακοπές;»
«Όχι, ακριβώς. Απλώς φεύγουν».
«Πάνε βόλτα;»
«Όχι ακριβώς…»
«Μην παίζετε με το πλεκτικό μου σύστημα, ηλίθιε! Ποιοι φεύγουν και πού πάνε; Μιλήστε, ανόητε! Απ’ την Αυτοκρατορία δεν ξεφεύγει ούτε έμβρυο αραχνάκι!»
«Φεύγουν…. όλα… όλα τα αποβράσματα και πάνε στο Ανές Περόν, μητέρα… Όλοι οι άχρηστοι και οι επικίνδυνοι για την αυτοκρατορία μας. Οι… ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΕΣ!!!»
«ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΕΣ!... Τους έχουμε ΕΝΤΟΠΙΣΕΙ;»
«Είναι διάφοροι. Επιτρέψτε μου να σας παρουσιάσω ολοκληρωμένη τη λίστα αργότερα. Δώστε μου μόνο λίγο χρόνο».
«Θα περιμένω! Και, δε μου λέτε, Λεό, πάνε μόνοι τους σ’ αυτό το Ανές Περόν ή τους συνοδεύουν οι γορίλες μας;»
«H Μυστική Αστυνομία του Πλεκτού επιτηρεί διακριτικά, για να μη δίνουμε στόχο και εγγραφούμε ως καθεστώς ολοκληρωτικό στην Ιστορία. Όλα είναι υπό έλεγχο, μητέρα. Έχουμε ντελικάτους τρόπους επιτήρησης κι εξόντωσης. Είναι μια έκτακτη μέθοδος. Ακούστε!
»Πρώτα δηλώνουμε πως είμαστε μια Δημοκρατική Αυτοκρατορία Ζώων. “Μας επιλέξατε, κύριοι! Είχατε την ελευθερία να μας επιλέξετε!” τους λέμε. “Ελευθερία, βούληση, ελεύθερη βούληση. Μεγάλο πράγμα! Μπράβο!” Όλα τα ζώα αισθάνονται σημαντικά, πανέξυπνα, δυνατά. Ελεύθερα. Δεν σκέπτονται. Όλα είναι δεδομένα σε μια Δημοκρατία για τα ζώα. Κι αυτό μας εξυπηρετεί, για να περάσουμε στο επόμενό μας βήμα: την αποβλάκωση του όχλου, της δύναμης της Αυτοκρατορίας. Άρτος και θέαμα! Και ύστερα στην εξόντωση. Μόνο θέαμα! Τα ζώα ψάχνουν για σωτήρες. Νηστικά και ηλίθια. Και οι σωτήρες ασφαλώς είμαστε εμείς. ΕΜΕΙΣ! Γιατί δεν υπάρχει τίποτε άλλο, ή καλύτερα, έχουμε φροντίσει να τους πείσουμε ότι δεν υπάρχει τίποτε άλλο. Δε γνωρίζουν την ύπαρξη του Ανές Περόν, μητέρα! Κι όταν κανείς τολμήσει να κάνει νύξη για το Ανές Περόν, μην ξεχνάτε, έχουμε μαζί μας τις εφημερίδες Γουρουνίσια Νέα, Ώρα της Πουλάδας, Εθνικός Μπούφος, Ελεύθερη Γελάδα, Κίνημα του σκύλου Κόμοντορ , Ιερός Αρουραίος και τα κανάλια Κουνελίτσα Κουλτούρα, Δελφίνος, Σέξυ Νυχτερίδα και Οικονομικός Ιπποπόταμος. Όλους με το μέρος μας.
»Δεν υπάρχει Ανές Περόν!
»Και για να αλλάξουμε συζήτηση, όταν γίνεται λόγος για το Ανές Περόν από κανέναν τρομοκράτη, προστάζουμε να προβληθεί θέαμα σ’ όλα τα κανάλια:
»Χοροί ελεφάντων, τραγούδια σκύλων, μόδα αλεπούς∙ κορμιά φιδίσια, άλογα κούρσας, συνταγές ορνίθων, σαπουνοζωόπερες. Αχ, θραύση κάνει το Πέταγμα πάνω από τον Νείλο!
»Δημιουργήματα από κρέας καγκουρό, γυρίνους και μοχαίρ κλωστές. Τη σύγχρονη τέχνη της Αυτοκρατορίας του Πλεκτού!
»Συζητήσεις στα καφέ και στα παγκάκια της Αυτοκρατορίας: κουτσομπολιά κατσίκας, διηγήσεις προβάτων, παγωνιών και δεινοσαύρων. Και φράσεις εξωτικών ψαριών. Ω, φράσεις που γλιστράνε όπως το αντιηλιακό στη ράχη των παχύδερμών μας, και λόγια που κολλάνε όπως τα τσιμπούρια στα σκυλιά μας. Τη σύγχρονη λογοτεχνία μας!
»Και αναλύσεις αρουραίων. Για μία άλλη οπτική. Τη νεο-εναλλακτική.
»Και μαϊμούδες. Για την κουλτούρα και την επιβίωση της τέχνης του θεάτρου.
»Και δάκρυα κροκοδείλων. Για τη βροχή και την καρποφορία.
»Και ηχηρά ρεψίματα λεόντων στις ειδήσεις. Για την αδρεναλίνη.
»Και νέα μικρόβια, υπαρκτά, γνωστά ή ανύπαρκτα ακόμη. Για να πανικοβάλλουμε τα ύδατα και για να κερδίζει έδαφος η οικονομία με εφέ.
»Και τη φωτογραφία του Μεγάλου Μπουκ . Εν συντομία Τράγου. Μ’ όλη τη συνοδεία του, ερίφια, αμνούς, κατσίκες, μαλλιαρά. Για έναν ζεστό χειμώνα, σκεπασμένο μ’ ενοχές.
»Και λόγους του Πρωθυπουργού μας Αρχιδούκα . Κι εν συντομία Μπούφου. Για το παρελθόν. Το παρόν. Το μέλλον της Αυτοκρατορίας μας, μητέρα!
»ΖΗΤΩ! ΖΗΤΩ Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΛΕΚΤΟΥ!»
Ο Λεό σταμάτησε αποκαμωμένος απ’ το λογύδριό του και γλίστρησε απαλά στα βρύα, τρίβοντας τον τοίχο που κρεμόταν στα δαντελένια σώβρακά του. Η κουνιστή πολυθρόνα της γρια-αράχνης έτριξε αυτάρεσκα, κι άρχισε να γλιστράει πάνω-κάτω, στο σκοτεινό δωμάτιο επικίνδυνα οργώνοντας την επιφάνεια των βρύων. Τα δηλητηριώδη νήματα που κρέμονταν από τα νύχια της γυρόφεραν τον Λεό, ώσπου τον εκσφενδόνισαν με δύναμη στην οροφή. Κρεμόταν τώρα απ’ το ταβάνι. Από τις χαραμάδες πρόβαλαν δυο μικρές δέσμες φωτός που τρύπησαν τις κίτρινες κόρες των ματιών του.
«Λεό, ν’ ανεβαίνετε συχνότερα στην οροφή, έχει ημίφως εδώ μέσα, δε με βοηθάει στο πλεκτό μου», είπε η Έλσα, κι έσκυψε πάλι στο πλεκτό της.
«Το ψαλίδι Σας έχει αίματα, Μεγαλειοτάτη», ακούστηκε από το βάθος η μειλίχια φωνή του δόκτορα Ράινε. Ο Ράινε υποκλίθηκε. Πλησίασε με τον ασημένιο δίσκο του.
«Πάντα έχει αίματα το ψαλίδι μου, αγαπητέ μου Ράινε, δε λέει τίποτε αυτό. Ξέρετε ότι πλέκω με τα νύχια και κόβω τις παρανυχίδες».
«Να μου επιτρέψετε, Μεγαλειοτάτη», συνέχισε ο Ράινε διστακτικά, «να Σας υπενθυμίσω το λυπηρό περιστατικό των ιαματικών λουτρών. Όταν ο Λεό έφυγε για το ξενοδοχείο προκειμένου να αναπαυθεί, ο εκλιπών υιός σας ο Αλβέρτος, πιο σκληραγωγημένος γαρ, παρέμεινε κοντά σας. Αφού λοιπόν Σας ταχτοποίησε καλά καλά μες στην μπανιέρα, πλήρωσε τα καγκουρό που Σας μετέφεραν κι έπειτα έθαψε ζωντανούς τον αμαξά κροταλία Ουίλιαμ και τις σαλαμάνδρες axolotl. Ευτυχώς, από την κούραση κανένας δεν αντέδρασε. Θα ήταν περαιτέρω ταλαιπωρία για τον αξιομνημόνευτο Αλβέρτο να ήταν αναγκασμένος να δαμάσει και τα ζώα. Μετά επέστρεψε κοντά Σας και, ενώ Εσείς ενδυναμώνατε τους πνεύμονες με εισπνοές αρσενικού, σύμφωνα πάντα με τις εντολές μου, μέσα απ’ τα νήματά Σας πετάχτηκε ένας αρουραίος…..»
«Ναι, μητέρα. Αχ! ΦΟΒΕΡΟ! Ένας τεράστιος αρουραίος, έκτρωμα της φύσης, χωρίς ουρά και με αυτιά γαϊδάρου! Μου το ομολόγησε ο Αλβέρτος όταν ξεψυχούσε», πετάχτηκε και στρίγκλισε ο Λεό.
«Ράινε, πώς είχε ο αρουραίος αυτιά γαϊδάρου; Είναι λογικό;» αναπήδησε έντρομη η Έλσα.
«Μεγαλειοτάτη, τον είχα μεταλλάξει! Και φυσικά κατά τις εντολές Σας!»
«Α…να μην ανησυχώ δηλαδή, Ράινε… Και με την ουρά, τι έγινε με την ουρά;»
«Δεν είχε ουρά, Μεγαλειοτάτη.»
«Πώς και δεν είχε ουρά ο αρουραίος;»
«Το ψαλίδι Σας είχε αίματα, Μεγαλειοτάτη. Κατά την εμφάνιση του, η Μεγαλειότης Σας τρομοκρατηθήκατε τόσο, που άρπαξε το ψαλίδι Της και του πετσόκοψε την ουρά. Εκείνος ούρλιαζε και γκάριζε, αλλά Εσείς, Μεγαλειοτάτη, απτόητη τον αρπάξατε με τα γαμψά Σας νύχια κι αρχίσατε με εύστοχες κινήσεις να τον πλέκετε μέσα στο πλεκτό Σας: καλή-ανάποδη, καλή-ανάποδη, γύρισμα κ.τ.λ. Σ’ αυτό το σημείο το πλεκτό Σας απόκτησε εξόγκωμα. Όπως άλλωστε κι όλο το πλεκτό που σκεπάζει την Αυτοκρατορία μας..»
«Α, ναι μητέρα…», πήδηξε πλάι στον Ράινε ο Λεό. «Τον τελευταίο καιρό εφαρμόσαμε μία καινούργια μέθοδο με τους εργάτες που δουλεύουν στις πλεκτομηχανές μας στα υπόγεια. Κρίνω ότι αποφασίσαμε το καλύτερο για τη διευκόλυνση των υπηκόων της Αυτοκρατορίας του Πλεκτού. Συμφωνείτε, δόκτωρ μου;»
«Απολύτως, Λεό».
«Σαν τι δηλαδή;» ρώτησε αδιάφορα η Έλσα σκυμμένη στο πλεκτό της.
«Έχουμε ξέρετε μεγάλη προσφορά εργασίας. Κάθε μέρα εκατομμύρια χάμστερ, μυρμήγκια και γαϊδούρια κάνουν τεράστιες ουρές στην πόρτα της Αυτοκρατορίας ζητώντας εργασία. Το αποτέλεσμα είναι τα εξωφρενικά μποτιλιαρίσματα που απορρυθμίζουν την ομαλή κυκλοφορία και φέρνουν σε δύσκολη θέση τον Αρχιδούκα και εκνευρίζουν τον Υπουργό Μεταφορών Χελώνα. Επιπλέον, η Αυτοκρατορία δεν μπορεί πλέον να θρέψει όλα τα ζώα της, που πολλαπλασιάζονται ασύστολα, χωρίς την άδειά σας».
«Ανόητε, γιατί δεν περιορίζετε τις γεννήσεις;»
«Σας εξήγησα, μητέρα, ότι δεν επιθυμούμε να εγγραφούμε στην Ιστορία ως ολοκληρωτικό καθεστώς. Δεν περιορίζουμε τις γεννήσεις. Θα κατηγορηθούμε ότι χειριζόμαστε κυβερνητικά τις σεξουαλικές απολαύσεις των υπηκόων μας. Κι αυτοί πρέπει να έχουν πάντα την εντύπωση ότι κινούνται τουλάχιστον στα κρεβάτια τους αυτόνομα κι ελεύθερα.
»Εν αντιθέσει, μπορούμε να τακτοποιήσουμε το θέμα με την άνεσή μας στα υπόγεια. Όταν οι μηχανές μας παίρνουν το πλεκτό σας, το υποδέχονται με υποκλίσεις στην είσοδο όλοι οι εργάτες. Έπειτα πιάνει καθένας το πόστο του γύρω από τα νήματά σας. Οι μηχανές δεν σταματούν ποτέ. Ο θόρυβός τους είναι εκρηκτικός. Η ταχύτητα παραγωγής τεράστια, ανεξέλεγκτη σχεδόν. Το πηγαινέλα των εργατών ιλιγγιώδες. Το φως λιγοστό. Ο αέρας βαρύς και δύσοσμος. Όλοι είναι εξουθενωμένοι στο τέλος του δωδεκαώρου εργασίας. Κι έτσι κανείς δεν ασχολείται με τα ουρλιαχτά των εργατών που, από απροσεξία, καταλαβαίνετε, μητέρα, όταν τελειώσουν τη δουλειά τους κολλάνε στα γρανάζια και πλέκονται μαζί με το πλεκτό σας. Αυτή είναι η καινούργια μέθοδός μας, η λεγόμενη Εξόγκωμα Πλεκτού. Έχει βρει μάλιστα και συγκλονιστική απήχηση. Πουλιούνται κομμάτια μ’ εξογκώματα σ’ ολόκληρη την Αυτοκρατορία. Λάμπες, μπολ, χαρτιά υγείας χάμστερ. Κομότες, τραπέζια και κρεβάτια γαϊδούρια. Μινιατούρες τέχνης με μυρμήγκια κι ένα σωρό άλλα νόστιμα, μητέρα! Ω! Φτιάχνουμε, για να σας δώσω ένα παράδειγμα, κάτι πολυελαίους κούκλους με πενήντα χάμστερ, έναν γάιδαρο μεσαίου αναστήματος και χίλια πεντακόσια μυρμήγκια. Δεν είναι cosy;»
«Και το σπουδαιότερο», κάγχασε ο Ράινε, «κανένας δεν τολμά να τους ψάξει. Μπορεί να γνωρίζουν, να φαντάζονται, να υποψιάζονται, να συζητούν μεταξύ τους. Αλλά κανένας δεν τολμά να τους ψάξει!». Και γάβγισε σαρδόνια. «Κι όσο γι’ αυτούς που μένουν, αρρωσταίνουν από επικίνδυνους ιούς που συνήθως έχω έτοιμους στο εργαστήριό μου κι εξαπολύω στις αρχές της άνοιξης σ’ όλη την Αυτοκρατορία. Σαν τα μελισσόπουλα! Εξαπολύουμε ιούς και απολύουμε αρρώστους! Χα! Χα! Κάποιοι αναρρώνουν απ’ τους ιούς, ενώ άλλοι μένουν με σοβαρές αναπηρίες ή πεθαίνουν από υπερβολική χρήση αντιβιοτικών ή κακή χρήση εμβολίων. Κάποιοι εντελώς ηλίθιοι πεθαίνουν απ’ το φόβο», κι έκανε υπόκλιση.
«Ω! Πολύ μου αρέσει η ιδέα με τα εξογκώματα και τους ιούς. Τη βρίσκω σικ και βολική. Και προπαντός καθαρή. Και αφού κανένας δεν τους ψάχνει…» Η Έλσα έκανε μια παύση σαν να τη χτύπησε το ρεύμα. «Τώρα που είπα ψάχνει…τι κάνατε στ’ αλήθεια με την Μπελ;»
«Ανακοινώσαμε την ημέρα της εξαφάνισής της ότι πέθανε από αιφνίδιο θάνατο, μητέρα. Κατά τις διαταγές σας».
«Και την κηδέψαμε, σε κενό φυσικά φέρετρο, με τιμές αρχηγού κράτους. Η Μεγαλειότης Σας δεν παρέστη στην κηδεία ένεκα αδιαθεσίας κ.τ.λ. Το ανακοίνωσα προσωπικώς και κατά τις διαταγές Σας», πρόσθεσε ο Ράινε. «Θα μου επιτρέψετε επίσης», κι έκανε μια υπόκλιση ώσπου έγλειψε τα βρύα, «να Σας παρουσιάσω τον ΚΑΡΠΟ της καινούργιας ερευνητικής εργασίας, που μου αναθέσατε μετά την εξαφάνιση της εγγονής Σας». Και πρότεινε τον ασημένιο δίσκο με τον μαύρο κρυστάλλινο σωλήνα και το χρυσό μονόγραμμα ΕΜ. Τον φρέσκο κλώνο της γηραιάς αράχνης αυτοκράτειρας Ελισάβετ-Μαρίας Μάουλντυ με νούμερο XVIII.

04 Νοεμβρίου, 2009

H Kassandra διάβασε ποίηση







Έφη Καλογεροπούλου





σιωπή σα σκόνη



και μέσα στο νερό τα νεύρα θα κρέμονται

των σπιτιών που τα κορμιά τους χάσκουν



σα ψόφια ψάρια ανάποδα ξεκοιλιασμένα

με τα χέρια τους θα κρύβουν τη σκουριά

τους



παράθυρα τα μάτια τους ορθάνοιχτα



γριά νύφη με βλέμμα λαίμαργο ντυμένη

προβάλλει

γέλιο τρελό να ρίχνει στα ναυάγια

προσμένοντας

και η σιωπή σα σκόνη

καθισμένή στα βλέφαρα

από πάνω νύχτα θα στάζει

και ρίζες καλώδια τηλεφώνου παντού

ήχους λιωμένους θα φυτεύουν στου κάθε

τοίχου το μεδούλι

κι ανάμεσα άνθρωποι υγροί την πολιτεία

από νερό


όρθιοι θα διασχίζουν με κουρασμένα πόδια

κι ένα δίχτυ θα μαζεύει ανάγκη το πρωί

και φρέσκο λίπος


στο βυθό



ο οργανοπαίκτης συνεχίζει

τρομπέτα να παίζει




Από τη συλλογή "σκεύη ταξιδίου", εκδόσεις Ενδυμίων

09 Οκτωβρίου, 2009

"Θα βγω να το φωνάξω, να το πω, πως είμαι αμαρτωλή που σ' αγαπώ!"(Κάνε κλικ εδώ...)


Foto: www.in.gr Εκλογές 2009 (φωτογραφίες)
Κι αν πολλές φορές κατέφυγα στο σαρκασμό και στην ειρωνεία, ήταν απλώς λόγω κληρονομικής προδιαθέσεως – πάππου προς πάππον γελούσαμε με τα χάλια μας.
Νίκος Πετρόπουλος, Ο φόβος του μηδενός παραλλήλου, εκδόσεις Γαβριηλίδη, Αθήνα 1990

Κουράγιο! (Κάνε κλικ εδώ για να δείξεις ότι είσαι ευγενής)


Foto: www.in.gr Eκλογές 2009 (φωτογραφίες)

Αν όμως τα όνειρα τον εξαπατούσαν για να τον προστατεύσουν από την απώλεια και οι εφιάλτες ήταν οι φύλακες άγγελοί του ντυμένοι στα μαύρα, ποιος μπορεί να το αποδείξει; Mόνο που τούτες οι επιφυλάξεις δεν βρίσκουν θάρρος να περάσουν απ’ τα κακόφημα σοκάκια του νου του. Χρόνια τώρα τα όνειρα είναι το τελευταίο του καταφύγιο κι επαναλαμβάνονται υφαίνοντας τον ιστό της καθημερινότητάς του, σε έναν κόσμο δοσοληψιών, όπου κανείς δεν μπορεί να ζήσει ήσυχος αν δεν ισοπεδωθεί· με αντάλλαγμα ίσως έναν ύπνο βαθύ δίχως όνειρα.

Νίκος Πετρόπουλος, Οδός διαφυγής, εκδόσεις Γαβριηλίδη, Αθήνα 1995

04 Οκτωβρίου, 2009

H Kassandra μεταφράζει Paul Van Mulder


Foto: Bilou, Moi et le monde (Εγώ κι ο κόσμος)


Μεταφρασμένο απόσπασμα από το θεατρικό έργο του Paul Van Mulder «Η μοναξιά ενός ηθοποιού πορνο-σόου πριν από την εμφάνισή του στη σκηνή»

Σήμερα το πρωί στη δουλειά… τα πράγματα ήτανε σκατά… πολύ σκατά… σκατά κι απόσκατα… με φωνάζει τ’ αφεντικό… μου λέει… ένας πελάτης με περιμένει στο ιδιαίτερο σαλόνι… πρέπει να πάω μόνος… χωρίς κοπέλα…μόνος… σαν μεγάλος.
Έμεινα αποβλακωμένος … σίγουρα δεν κατάλαβα καλά… γιατί τα ’χαμε ξεκαθαρίσει αυτά… δεν έχω υποχρέωση να εμφανίζομαι μόνος στο σαλόνι… είναι απ’ αυτά που λέει το συμβόλαιο… μου ’δωσε το λόγο του… Μου λέει λοιπόν… η περιοχή εδώ γύρω άλλαξε… πρέπει να προσαρμοστούμε στη νέα πελατεία… αυτή αποφασίζει.
Δεν είναι από καπρίτσιο… δεν είναι από έλλειψη επαγγελματισμού… είναι ψυχολογικό…να βρεθώ σ’ ένα μικρό δωμάτιο μαζί μ’ έναν πελάτη… αυτός κι εγώ… μ’ αγχώνει… χαμόγελο…να παρουσιαστώ… να μου σηκωθεί… δεν είναι δυνατό… δεν θα τα καταφέρω… χίλια τα εκατό σας λέω… δεν θα μου σηκωθεί… δεν θα ’μαι άνετα… είναι πιο εύκολο με μια κοπέλα… ρίχνω την προσοχή μου στην κοπέλα… ξεχνάω τον πελάτη… χίλια τα εκατό σας λέω… το ξέρω… δεν θα τα καταφέρω… καλύτερα θα ’ναι κάνας άλλος…
Λοιπόν τ’ αφεντικό με πλησιάζει ήρεμα… με πιάνει απ’ τα αρχίδια κι εγώ δεν μπορώ να κουνήσω μία…και μου λέει πως ξεχνάω πάρα πάρα πολύ εύκολα ποιος είμαι… πού δουλεύω… βασιλιάς εδώ είναι ο πελάτης… πληρώνει και με το παραπάνω… αν απογοητευτεί… έξω απ’ την πόρτα… απόλυση χωρίς δεύτερη κουβέντα… είναι ώρα να ανανεωθεί το team… ποτέ του δεν μ’ αγάπησε… πολλές κόνξες… πολλά προβλήματα… δεν είναι δικός μας… κακό στοιχείο για το team… πρέπει ν’ αρπάξω την τελευταία μου ευκαιρία… αν ξανανέβω σ’ αυτό το γαμημένο το σαλόνι χωρίς να κάνω τη δουλειά μου… για μένα… εδώ… φινίτο… έξω!... σκούπα… κι άντε στα τσακίδια, καλοτάξιδος!
Μ’ αφήνει… συνέρχομαι κάπως… μ’ ακούω να του λέω… οκ… οκ… κατάλαβα… θα το κάνω… θα το κάνω… κανένα πρόβλημα… θα μείνω εδώ… πού θέλετε να πάω αν με πετάξετε στο δρόμο;… Σας ζητάω συγγνώμη… τις ευχαριστίες μου που με κρατάτε μες στο team … ξέρω… δεν είμαι πάντα εύκολος… θα με ξαναβάλω σε σειρά… θα σας δείξω για τί πράγματα είμαι ικανός… θα κάνω προσπάθειες… είσαστε η οικογένειά μου… θα είμαι άξιος της εμπιστοσύνης σας… σας παρακαλώ… δώστε μου αυτή την τελευταία ευκαιρία… χαμογελάει… και μου λέει φεύγοντας… άντε να πας να κάνεις κάνα ντους… βρομοκοπάς ιδρώτα… στάζεις απ’ όλες τις μεριές… να ’σαι ευπαρουσίαστος… πρέπει να ικανοποιούμε τ0ν πελάτη…
Πήγα λοιπόν στο ντους… έπλυνα προσεκτικά το σώμα μου… του ’βγαλα όλον το φόβο από πάνω…και στο διάδρομο που πάει για το σαλόνι… αναρωτιέμαι γι’ αυτό που μου συμβαίνει… δεν νιώθω το σενάριο… σκατά…βρωμάει.

Μετάφραση από τα γαλλικά: ΚASSANDRA
Paul Van Mulder, La solitude d’ un acteur de peep show avant son entrée en scene, Maelstrom (http://www.maelstromeditions.com/)

25 Σεπτεμβρίου, 2009

Θέατρο: Η Kassandra έλαβε "θεία μετάληψη" στο THEATRE de la place des MARTYRS: La Solitude d’un acteur de peep-show avant son entrée en scène




“La Solitude d’un acteur de peep-show avant son entrée en scène"
(Η μοναξιά ενός ηθοποιού πορνο-σόου πριν από την είσοδό του στη σκηνή)


Χρόνια είχα να δω μια τόσο άδεια από σκηνικά αντικείμενα σκηνή (μία καρέκλα σε μαύρο φόντο, μόνο) να ξεχυλίζει ακατάπαυστα (1 ώρα και 15 λεπτά) απ' το ψυχικό εκτόπισμα ενός και μόνο ανθρώπου. Ο Βέλγος Paul Van Mulder, ηθοποιός και συγγραφέας του έργου, καθοδηγούμενος από τον σκηνοθέτη Pascal Crochet, έδωσε ρεσιτάλ ερμηνείας στον απαιτητικό και σκληρό ρόλο ενός ηθοποιού πορνο-σόου. Ο μονόλογος απλός, άμεσος, αλλά σκληρός και αποκαλυπτικός συνάμα επενδύθηκε από μία πρωτόγνωρη εσωτερική λιτότητα και χειρουργική σχεδόν ενσάρκωση και των πιο λεπτών ακόμη συναισθηματικών διακυμάνσεων. Ο Paul Van Mulder, πατώντας όπως μια γάτα επάνω σε όρθιες καρφίτσες, έφερε επί σκηνής το δράμα του ανθρώπου της νέας οικονομικής πραγματικότητας. "Για μια μπουκιά ψωμί", για την εξασφάλιση της συντήρησης και μόνο του βιολογικού κορμιού, ο άνθρωπος βρίσκεται έκπτωτος από τον εαυτό του. Εκπορνεύεται την ίδια την ύπαρξή του. Εξαθλιωμένος, ταπεινωμένος, γεμάτος ντροπή και ενοχές, περιθωριοποιημένος, ζητιανεύει μια θέση στον κόσμο που θα έπρεπε λογικά να του ανήκει.


Με απέραντο σεβασμό κι ένα παράπονο καρτερίας ακούσαμε στο τέλος "apaisez-moi...calmez-moi...aimez-moi...oui!que demain soit un autre jour..." ("καθησυχάστε με...ηρεμήστε με...αγαπήστε με....ναι! και μακάρι αύριο να ξημερώσει μια άλλη μέρα..." Έπειτα ο Paul Van Mulder χαθηκε μαζί με το φως μιας λάμπας-εκκρεμούς. Έναν μετρομόνο των στιγμών του.


Οι των Βρυξελλών να μην χάσουν την παράσταση. Οι γείτονες σε Γαλλίες και Αγγλίες και γενικώς σ' ότι σκοτεινιασμένο κυκλοφορεί εδώ γύρω μπορούν να αλλάξουνε ομίχλη και να περάσουν κάνα Σαββατοκύριακο να δούνε τη δική μας. Η δική μας πέφτει πιο χαμηλά και γι' αυτό μπορούμε και την αγγίζουμε... Είναι μια πιο δημοκρατική ομίχλη και γι' αυτό άξια να τη διαφημίσω. Για τους φίλους μου στην Ελλάδα...και εν μέσω εκλογών...τους τάζω...τους τάζω...τους τάζω ακόμη και το κρεβατάκι μου, για να έρθουν να δούνε την παράσταση. Εγώ στα σανίδια...


Μέχρι τέλος Οκτωβρίου:http://www.theatredesmartyrs.be/

Η φωτογραφία που συνοδεύει το κείμενο είναι της Joanna Van Mulder

KASSANDRA, προεκλογικές εκτονώσεις και φυσικά... "Περιμένοντας τον Γκοντό" (τσου...τσου...ούτε τον Κωστάκη ούτε τον Γιωργάκη!)

H προεκλογική οιμωγή της Κασσάνδρας!!!





Αχ, Ελλάδα!




Γραμμένο πολλά χρόνια πριν, θεωρώ ότι εξακολουθεί να αντικατοπτρίζει την ελληνική πραγματικότητα. Για το λόγο αυτό και το δημοσιεύω. Είναι στίχοι που αναζητούν να γίνουνε τραγούδι. Μα λείπει η μουσική.

Προτείνω να το σιγοτραγουδήσει ο καθένας, επινοώντας αυθόρμητα τη μελωδία και το ρυθμό που του ταιριάζει, διαλέγοντας τις παύσεις και τις εξάρσεις, φορτίζοντας τους φθόγγους ή τις λέξεις που τον συγ-ΚΙΝΟΥΝ. Έτσι... ως εσωτερική αντίσταση και διαμαρτυρία, κατά το λίκνισμά του (και μάλιστα το προεκλογικό) μέσα σ' αυτό το παγκόσμιο, πλέον, πελώριο, ξεγάνωτο και θορυβώδες ταψί, που δε λέει να πάψει να θεωρεί τις συνειδήσεις μας αλεύρι...


Παλιά, ως έφηβοι, κάπου εκεί στη δεκαετία του '80, πηγαίναμε με την παρέα μου στο Φάληρο, σ' ένα λούνα-παρκ, δίπλα στη θάλασσα στημένο. Αγκάζαραν πάντα ωραίες λιακάδες την Ελλάδα: αυτή την καλλονή ερωμένη του ηλίου, την από τότε κακοποιημένη πόρνη των πολιτικών.


Σβήναμε το τσιγάρο και μπαίναμε μέσα στο "ταψί", επιζητώντας να αναμετρηθούμε με την αδρεναλίνη, να στραπατσάρουμε τα κορμιά και τα στομάχια μας ως άλλοι δεσμώτες του ιλίγγου, να ουρλιάξουμε όσα τότε δεν βρίσκανε τον τρόπο να αρθρωθούν αλλιώς. Ψάχναμε τη θέση μας στον κόσμο: την ώρα της κοπάνας μεσοβδόμαδα, τα Σάββατα στα ταβερνεία της Καισαριανής.


Κι αυτός ο κόσμος, μεσοβδόμαδα, ήταν το ταψί! Γιατί το σχολείο δεν ήταν σημείο αναφοράς, όχι μόνο από μία αόριστη αντίδραση αλλά, κυρίως, από μια ασυνείδητη απροσδιόριστη απαρέσκεια, που σήμερα, πολλά χρόνια αργότερα, την αναλύω, αλλά εξακολουθώ να την κρίνω λογική. Αυτό το πράγμα που το λέγανε "σχολείο" ήταν η αντι-αντανάκλαση του κόσμου. Μια παρα-μόρφωση εφιαλτική. Κι ας ήμουν, προσωπικα, μεταξύ των πρώτων, κι ας πήγαν οι περισσότεροι από μας στα πανεπιστήμια αργότερα. Ανάγκα και θεοί πείθονται πάντα στην Ελλάδα!


Έτσι νομίζαμε, τότε, ότι κάναμε επανάσταση: μέσα σ' ένα ταψί την ώρα της κοπάνας. Ήταν ο προηγούμενος αιώνας. Ποιος θα μπορούσε να το φανταστεί σε τι ταψί θα μας χορεύανε με την ανατολή του νέου;


Πάμε για τραγούδι...


Αχ, Ελλάδα!

Θα φύγω ένα καλοκαίρι
απ’ το χεράκι θα κρατάω τα παλιά μου χρέη μόνο
χωρίς βαλίτσα, ντάλα μεσημέρι
και ψάθινο παράπονο θα έχω για το δρόμο.

Αχ, Ελλάδα, μου ’ταξες φλουριά,
μα μ’ έχεις στο Μινώταυρο για φόρο.
Αχ Ελλάδα, το ξέρω από παλιά
παιδί του Κρόνου είμαι, δε γλιτώνω.

Θ’ ανοίξω έπειτα πανιά
τα χρέη μου θα βάλω για μπουγάδα σ’ ένα ιστιοφόρο
να ξεπληρώσω έτσι στην Ελλάδα
το φως της: του Οιδίποδα σακάτεμα και δώρο.

KASSANDRA, προεκλογικά ξόρκια!













23 Σεπτεμβρίου, 2009

H Kassandra τραγουδά για το θέατρο:Ταμπατάμπα, 0 σαλτιμπάγκος

Foto: Bilou, La solitude (Η μοναξιά)

1. Ταμπατάμπα

Εμπνευσμένο από το θεατρικό μονόπρακτο του Μ. Κολτές: “Ταμπατάμπα”

Νέγρα Παναγιά η Μαϊμουνά
στο μπαούλο έχει σφαλιστά
όνειρα μαζί με τα λευκά
Κοιμίζει στα κοτσίδια της κρυφά
δυο άστρα, δυο καημούς και δυο φιλιά
ζευγάρωμα στον έρωτα που δεν τη φτάνει πια

Στην Ταμπατάμπα
η ζέστη αλλοιώνει τις μορφές
τις νύχτες λιώνει τις ψυχές
και τρέχουνε ασώματες
να ρίξουν δηλητήριο σαϊτιές
στον φταίχτη που τις άφησε μισές

Μέσα απ’ τον Αμπού ζει μοναχά
τον αδερφό που γίνεται σκιά
στα μάτια της τα μάτια του φορά
Το θαύμα στο κορμί της καρτερά
μα αυτός τα θηλυκά δεν τα κοιτά
δε δάνεισε το βλέμμα του ποτέ στη Μαϊμουνά




2. O Σαλτιμπάγκος

Κι είναι τα φώτα όνειρα,
κατάθεση αυτόχειρα,
μια λύση κάπως τραγική
για να γλιτώσεις το κορμί
απ’ της Κασσάνδρας τις φωνές
στις παιδικές σου τις αυλές

Έχω ανάγκη ένα φως
σαν σαλτιμπάγκος μοναχός,
πατρίδες φτιάχνω στο σπαθί
δυο χαρακιές για τη σιωπή
Έχω ανάγκη ένα φως
σαν σαλτιμπάγκος μοναχός,
σοκάκι με φωτιές θεών
στο πανηγύρι των καιρών

Μετάξι, σμύρνα δώρισα,
με ήχους εξιστόρησα
πώς κάνουν μάγια στη σκηνή
φιγούρες, άλλοθι, σαλοί:
“πάνε στο βλέμμα να κρυφτούν”
Κομέντια ντελ άρτε και πονούν


ΚASSANDRA, στίχοι για τραγούδια

H Kassandra γράφει: Το όνειρο (απόσπασμα)


Foto: Βilou, Le rêve (Το όνειρο)

Κρώζοντα πουλιά πετάριζαν ήχο καλπάζοντα από το βάθος της σπηλιάς, σκοντάφτοντας το βόμβο τους σε σιω­πηλό λεπίδι, βράχους παλιούς, όπου δεν έπαυε η θάλασσα οδυνηρά να τρίβεται, το τύμπανο του αυτιού του να ξεσκίζει. Σιγή μετά. Ώσπου γλιστρήματα σκιών ιλιγγιώδη τσά­κισαν τις φτερούγες τους με πάταγο – τινάχτηκε το αγόρι –, έτσι όπως ρίχτηκαν στα μάτια του τυφλές απ’ το πολύ το φως, αλλά δεν ήταν νυχτερίδες. Το τύμπανό του ξεσκιζόταν. Ένιωσε τότε σαν βελούδο στο λοβό μια άχνα παγωμένη, πριν γέλιο γυναίκας τσακισμένο. Γύρισε, είδε. Στόμα. Όχι στόμα, ήξερε ότι δεν, αλλά ένιωθε ότι ήταν στόμα, γι’ αυτό και άπλωσε τα παιδικά του χέρια να το αγγίξει δίχως να φοβάται, δόντια δεν έβλεπε άλλωστε ούτε χείλη, ήχος δασύς από ανάσα ακουγόταν μόνο. Κίνησε, άπλωσε αργά τα μπλε βαμβακερά χεράκια, με τους πορτοκαλιούς αρκού­δους που έπιναν γάλα στο κρεβάτι, το στόμα να θωπεύσει, μαζί νωχελικά να αγαπηθούνε. Δεν πρόλαβε όμως. Λιγνά, αποσπασμένα, λιωμένα ή σε αποσύνθεση κομμάτια είδε να αιωρούνται τα χεράκια, οι αρκούδοι, κι άκουσε κρότο απόκοσμο σαν κούτσουρο που γλείφε­ται βαρύ, ανασκου­μπώ­­νεται στις φλόγες, ξερνώντας τέφρα απ’ την κοιλιά του. Ένιωσε τέτοιο το κορμί του, έπειτα εκτοξεύτηκε, έγινε όλο το αγόρι ένα ααααααα, κι όλο κουτρουβαλούσε, ζαλάδα χυμένη σε πηγάδι. Σε ατέρμονο σκοτάδι το αγόρι, μακρο­συ­ρτούσε ο φθόγγος· ένιωσε τότε τη γλώσσα να γυρίζει προς τα πίσω, ήχος στιλπνής λεπίδας έγδερνε το λαρύγγι, μέταλλο αργόσυρτο που βούλιαζε μες σε παχιά σκουριά, ένιωσε την ανάγκη να μιλήσει. Δεν έβρισκε όμως φθόγγους, τίποτε, σαν να ’τανε κομμένο από μάνα, από γλώσσα, σκεφτόταν μόνο «Ιάσονας, Ιάσονας, Ιάσονας». Και μόλις αποτέλειωσε το όνομα, είδε ένα σώμα να κινείται, ντυμένο το ρούχο με τα πορτοκαλιά αρκουδάκια, να φεύγει με την πλάτη γυρισμένη, το σώμα το δικό του. «Μη!», φώναξε ο Ιάσονας. Άφραστη ύλη λεκτική έγινε μόνο «μη», και τίποτε άλλο. Και τότε γύρισε το σώμα, αλλά είχε λαθέψει το αγόρι, δεν ήταν το δικό του, ήτανε ζώου σώμα. Λύγκα σαρκοβό­ρου.

Πετάχτηκε απ’ τον ύπνο, χιονιάς αφράτος ξεχύθηκε απ’ την τρύπα και κάθισε στις μπούκλες, στο διάβα του σκουντού­φλαγε τ’ αγόρι τρόμο και πούπουλα απ’ το ξεκοιλιασμένο ρούχο. Πήγε και το ’κλεψε το βράδυ εκείνο. Βγήκε απ’ την τρύπα κι έκλεψε ό,τι του ήταν αναγκαίο για το ταξίδι που ετοίμαζε – πότε δεν ήξερε –, το δόντι του πατέρα-καρχαρία, άσημο κλοπιμαίο, πλαστικές ίνες σκούπας εγχειρισμένης και φτηνής, τρίαινας όμως.

Το επόμενο πρωί ο Άλεξ ξεμύτισε απ’ την πόρτα ως υπερρεα­λισμός ωραίος. Στη σκάλα σύρθηκε παραπατώντας, μούσκευε πού και πού, σαν να μην πίστευε, στη γλώσσα πούπουλα πτερόεντα, ίχνη αθώα δολοφόνου. Δοκίμαζε τη γεύση από το έγκλημα· να δει, ίσως να δει εάν του μοιάζει. Έφθασε στο κελάρι. Εκεί και το αγόρι. Οι μπούκλες του γερμένες προσφορά σε στόμα ανοιγμένο: στο μπρούτζινο λιοντάρι της κασέλας. Στις χούφτες έσφιγγε το αγόρι το άσημο κλοπιμαίο και κοιμόταν. Γιατί πρόσω­πο, ταυτότητα δεν είχε τότε που σαν βελούδο ένιωσε άχνα παγω­μέ­νη στο λoβό, πριν γέλιο γυναίκας τσακισμένο. Δεν είχε φύλο, πατρίδα, χρόνο, ιστορία, κι, έτσι, το παιδί συμπεριφέρθηκε με πίστη, σαν να αναγίγνωσκε το δόγμα, σαν να ’ξερε πως έτσι ήτανε τα πράγματα, το πλάσμα, πριν γέλιο γυναίκας τσακισμένο.

Θα ’παιζε τώρα με το λύγκα. Ο Άλεξ όμως παραιτήθηκε όταν τον παρακάλεσε ο Ιάσονας να παίξουν το καινούργιο του παιχνίδι. «Όχι άλλα ψέματα», είπε. «Είμαι ο Άλεξ μόνο.» Συμφώ­νησε ωστόσο να του μιλάει για το λύγκα, έψαχνε, διάβαζε, ρωτούσε, δεν το ’βρισκε κακό που ’θελε να μαθαίνει το παιδί. Τουλάχιστον, από. Ό,τι μπορεί κανείς να φανταστεί είχε μαζέψει για το ζώο, σαν να φαινόταν και σ’ αυτόν ευχάριστη ενασχόληση. Είχε ηρεμήσει άλλωστε το ζήτημα της Αλταμίρας· αραιά και πού οι επισκέψεις, δεν άγγιζε πλέον αντικείμενα δικά της το αγόρι (απ’ όσο γνώριζε τουλάχιστον ο Άλεξ), κι όχι παράτολμα πράγματα, τρελά. Μισούσε μάλλον πιο λίγο τον πατέρα, κάποιες φορές θα νόμιζες πως είχε κάτι (αλίμονο) αλλάξει, ίσως τον αγαπούσε. Μόνο καμιά φορά σκεφτόταν ο Ιάσονας «αυτό θ’ αρέσει και στην Αλταμίρα», κυρίως όταν ο Άλεξ αράδιαζε γοητευτικές πληροφορίες για το ζώο που ανέτρεπαν τα πρώην δεδομένα.

Κι αφού αρνήθηκε ο Άλεξ να παίζει το παιχνίδι, άρχισε ο Ιάσονας να μαζεύει κοριτσάκια, λίγο κακομού­τσουνα, κάπως αφε­λή, τα διάταζε να κάνουνε το πλάσμα. Η Άννυ, η Κάτια, η Μάρα, η Μέμη, η Γωγώ, τους άρεσε ο Ιάσονας, θα έκαναν το πλάσμα. Εκείνος τους μάθαινε τα λόγια, αυτά ακολουθούσαν, συμφωνού­σαν, του ’φερναν και γλυκίσματα προτού αρχίσει το παιχνίδι, για να κερδίσουνε το αγόρι με τις μπούκλες.
«Με λένε Ιάσονα», γυρνούσε προς το πλάσμα.
«Δε σε λένε τίποτε ακόμη!», τον σάρκαζε εκείνο.
«Μα τι λες τώρα;», διαμαρτυρόταν ο Ιάσονας, ο γερο-καρχαρίας μού έδωσε το όνομα.
«Δανεικό!» Ήταν η όγδοη φορά που η Μέμη έπαιζε το ρόλο. «Αχ, πώς το ξέχασα!», έπρεπε να πει, δεν το ’πε όμως. «Σιγά το όνομα! Τέτοιος που είσαι, βλάκα, θα σ’ το ξαναπάρει!». Θα τη φιλούσε κάποτε ο Ιάσονας, αυτό περίμενε η Μέμη, εκείνος αδιάφορος, θύμωσε το κορίτσι.
Τράβηξε τότε από τη σάκα ένα λουκουμά, τον γράπωσε στα δόντια τα λειψά της· μάτια ορθάνοι­χτα, βουβή και μπουκωμένη, από γινάτι φούσκωνε, κατέτρωγε το λουκουμά, το αγόρι, να τον εκδικηθεί το πλάσμα, ν’ αγαπηθεί μπορεί, και δεν ξανάπαιξε μαζί του.

Πέρασαν χρόνια, δεν έζησαν καλά, εμείς καλύτερα, όπως στα παραμύθια, θα ’ταν κοινότοπο να πούμε τέτοια ψέματα, έζησαν μόνο, χωρίς κανείς να είναι βέβαιος για το καλά ή όχι, τα χειρότερα, έζησαν, και το παιδί ανδρώθηκε, ο Άλεξ άσπρισε, η Αλταμίρα αγέραστη, λέγανε για κείνη. Έφτιαξαν όμως τη ζωή τους κατά πως βούλονται οι άνθρωποι, ζωή είναι, θα περάσει. Ίχνη παντού ονειρικά, το ’ξεραν μεταξύ τους· σκέψη, νιώσιμο, πράξη, περιμένω, κάπως αλλιώς απ’ τα πραγματικά – ποια πραγματικά; –, γιατί αυτά ήταν αλήθεια αυτοί, πιο πραγματικοί αυτοί από τ’ αλήθεια. Κι έγινε δύσκολο αργότερα να διακρίνεις τι συνέβη ακριβώς, μπερδεύτηκε ο χρόνος και ο χώρος, όρια όχι, παρελθόν, παρόν, μέλλον ένα, όχι άλλο· γεγονός, μύθος, συμβάν και φαντασίωση, το ίδιο πράγμα ακριβώς. Αδύνατο να διακρίνεις το.

Ανδρώθηκε το παιδί, έγινε ηθοποιός, δεν είχε ο Άλεξ αντιρρήσεις, ακόμη δεν τολμούσε τα πολλά, από μικρό ήταν κάπως το παιδί, από μικρό ίσως όχι, αλλά από. Έκανε πράγμα το παρελθόν του το παιδί πραγματικότητα. «Τα όνειρα είναι η ουσία της τέχνης, η τέχνη η ουσία των ονείρων», όταν ανδρώθηκε έλεγε, και τα λυτά μαλλιά του από την ένταση ξαφνιάζονταν, την άρθρωση την εκρηκτική των ωραίων λόγων που έκαναν να πάλλονται γενναίες, ρυθμικές οι φλέβες στο λαιμό, λαιμό, λαιμό λαιμό του.

ΚΑSSANDRA, αδημοσίευτο απόσπασμα από το μυθιστόρημα "Το τραγούδι του λύγκα"

Η Kassandra γράφει: Αλταμίρα (απόσπασμα)


Foto: Bilou, Altamira, LA femme (Αλταμίρα, Η γυναίκα)

Προσπάθησαν να την εμποδίσουν με το αναμενόμενο όπως πάντα αποτέλεσμα. Εκείνη θα έφευγε έτσι και αλλιώς. Θαρρείς και πίστευε πως έπιανε χώρο όπως παλιά σκεπάσματα μες σε μπαούλα και κασέλες, που τα πετούν με ανακούφιση οι κληρονόμοι στα σκουπίδια· ή όπως παλιά ενθύμια φυλαγμένα στο συρτάρι, που έχασαν πλέον την αξία τους, γιατί είτε ο ιδιοκτήτης απεβίωσε και πλέον δε βάζουνε κτερίσματα στους τάφους, είτε γιατί αυτός ο ίδιος έχει μια νέα θεωρία για τις εικόνες των εικόνων και απαλλάσσει κάποτε τη σαρκοφάγο μνήμη απ’ αυτές – όπως και να ’ναι υπαρκτές δεν είναι, κι αυτό ας μην αρέσει σε κανέναν, κι ας μην του άρεσε κι εκείνου. Όμως δεν είχε άλλη λύση.

Μπορεί βέβαια να νόμιζε αυτή ότι δεν έπιανε καθόλου χώρο, αίσθηση παντελώς διάφορη από την προηγούμενη (δεν ξέρουμε ακριβώς, μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε σε τούτη την περίπτωση), ότι ίσως είχε τέτοιες ιδιότητες όπως εκείνες του αόρατου, που μόνο φύσεις προικισμένες ιδιαίτερα, τρελοί ή άλλοι δυστυχείς που έχουν εμμονές ότι θα εκπέσουνε στην τρέλα – άκρη για το ακριβές ποιον τους δύσκολο να βγάλεις – , ανώδυνα ευελπιστούνε ότι μπορούνε να τη δούνε. Γι’ αυτό συνήθιζε να φεύγει.


Προσπάθησαν να τη σταματήσουν. Την έβλεπαν παρά τις όποιες εικασίες μας για παραισθήσεις ή τεχνηέντως στημένες αυταπάτες, κι άρχισαν να φωνάζουν «γύρνα, Αλταμίρα, γύρνα…». Αλλά αυτή τους έστρεψε την πλάτη και οι φωνές τους στραβοπάτησαν ή μισοκόπηκαν μέσα στον αέρα (ανάποδα φυσούσε και ήταν ατυχία), κι, έτσι, αυτή δεν άκουσε ή και δεν ήθελε ν’ ακούσει ή έκανε δεν πως τάχα. Μπορεί όμως, αν το καλοσκεφτεί κανείς, αυτοί καθόλου να μη μίλησαν, πολλές φορές νομίζουμε για πράγματα, απλώς την πρόθεση να είχαν. Κι άλλωστε ήταν κι ο αέρας, γεμάτος από ετερογενή και ήχους αλλοπρό­σαλλους, καπέλα, πουλιά, εφημερίδες, ένα κόκκινο τόπι πλαστι­κό, το σφύριγμα του αστυνόμου μαζί με το σαξόφωνο κάποιου πλανόδιου τζαζίστα, το εκνευριστικό νιαούρισμα μιας γάτας.

«Γύρνα, Αλταμίρα, γύρνα…», κινήσεις μισοτελειωμένες σχεδόν ακαριαία καρφωμένες στον αέρα και χείλη μ’ εναγώνια απορία – στήριζαν αυτά και μόνο της ομιλίας την υπόθεση – σαν τότε που ένα παιδί κοιτάζει τα ρομπότ, τα παιχνιδάκια όταν μένουν ακίνητα που τέλειωσε η μπαταρία ξαφνικά επάνω στη μοκέτα ή, όταν θλιμμένο, τα σκοτώνει από ψηλά στο πάτωμα. Εκείνη απομακρύνθηκε.


Λευκό μεταξωτό το φόρεμά της, σπειροειδείς πτυχές στους αστραγάλους, η Αλταμίρα τούς ωθούσε να μάχονται αντίρροπα την κίνηση του υφάσματος όπως κανείς κοντράρει τον αντίπαλο που βάλθηκε να καταρρίψει έναν ωραίο μύθο της ζωής του· και οι φλέβες σκαλισμένες στο λαιμό της, ίδιο αλαβάστρινο γλυπτό, επικυρώνανε τη δύναμη που αφήνουν να εννοηθεί ότι έχουν οι μορφές ακόμη και όταν αγάλματα θυμίζουν. Και το πλατύγυρο λευκό, το ψάθινο καπέλο, αναπηδώντας ρυθμικά, με μετεωρισμούς ανάλαφρους μετέδιδε την ένταση απ’ τον αέρινο δρασκελισμό σ’ ένα βερικοκί μεταξωτό μαντίλι, χυμένο ατημέλητα επάνω στο καπέλο για να το συγκρατήσει ίσως. Ίσως.

Γιατί δεν την απασχολούσαν οι υλικές απώλειες ή οι απώλειες εν γένει, κι αν έχανε ένα καπέλο, τι μ’ αυτό; Άλλο και πάλι άλλο, κάποιος θα της παρείχε το καινούργιο, και τι αν έχανε ακόμη κι ένα φίλο, τη μέρα, το νου της, ένα πλοίο… τι μ’ αυτό; Άγγιζε τις απώλειες αμίλητη η Αλταμίρα, σκιώδης, με έκφραση διόλου ανιχνεύσιμη – πολλές φορές προσάναμμα για εκνευρισμό, καχυποψία ή δυσθυμία αβάσταχτη, τότε που οι φίλοι, οι γνωστοί πάσχιζαν να αποφασίσουν εάν η έκφραση αυτή υπέκρυπτε θυμό, θλίψη, καρτερία ή απόγνωση, σώφρονα αδιαφορία ή εκ των έσω αναγκαιότητα για λήψη αποστάσεων. Κανείς όμως δε γνώριζε τι ένιωθε στ’ αλήθεια η Αλταμίρα, καθώς αυτή ποτέ δεν απαιτούσε με κραυγαλέα βιαιότητα ή με γατίσια υστερικά καπρίτσια· δε φωνασκούσε, επιλεκτικά μιλούσε, συνήθως ένευε, χαμογελούσε, απέστρεφε το βλέμμα· δεν αγαπούσε της ευθραυστότητας τη μάσκα, δεν άφηνε υπόνοιες για δυσαρέσκεια ή πλήξη, δεν είχε τάσεις για εξάρτηση, επιβολή, ανάγκη προστασίας· δε γνώριζε τους τρόπους που αλληλοεκβιάζονται οι άνθρωποι ούτε εκείνα τα τερτίπια που καθιστούν τους θύτες θύματα, ύπουλα υποσκά­πτοντας θεμέλια αναγκαία για ν’ αποδιώξεις ή ν’ αντέξεις ενοχές.


Τίποτε απ’ όλα αυτά δεν έκανε εκείνη, πράγμα που είναι σπάνιο για άνθρωπο, αξιοπρόσεκτο, περίεργο, σχεδόν απίστευτο, μπορεί και αποκρουστικό, επίπεδο, άνοστο, βλακώδες, μπορεί… τίποτε όμως δεν έκανε απ’ αυτά η Αλταμίρα. Έστεκε μόνο άπιαστη. Κι είναι αυτός ο λόγος που κανείς δε ρώτησε ποτέ «τι νιώθεις Αλταμίρα;», κι, έτσι, όσοι την αντίκριζαν έμεναν αιωρούμενοι ανάμεσα στο επιθυμητό και στο μη ευκταίο, στο ελπιδοφόρο και στο αλγεινό, στο θηριώδες και στο ανθρώπινο. Δε συγχωρείται όμως εύκολα αυτό. Γι’ αυτό δε ρώτησαν «τι νιώθεις Αλταμίρα;». Σίγουρα θα φαντάζονταν πώς ήταν αυτή μια τιμωρία. Γιατί έστεκε άπιαστη η Αλταμίρα, για τις απαντοχές λυδία λίθος, τόπος που θάνατο πασπάτευε όσο εκεί εγγράφονταν στοιχήματα κι όσο επέμεναν οι άνθρωποι σ’ αυτό. Ίσως και κάτι να καταλάβαινε εκείνη για όλα όσα λέγονταν πίσω απ’ την πλάτη της συνήθως ή που μπορεί απλώς να στέκονταν μπροστά της ως νεφελώδεις υποψίες κάθε που άφηνε τα βαθυπράσινά της μάτια να σκίσουν, να υποτάξουν άνθρωπο και ορίζοντα, μάτια ίδια με λύγκα άγριου, οξυδερκή, μονάχου, με το βερικοκί μεταξωτό μαντίλι, θηλιά δεμένη στο λαιμό, χυμένο ατημέλητα στο ψάθινο καπέλο. «Γύρνα Αλταμίρα, γύρνα!» Η Αλταμίρα στο τζιπ συνοδεία γοητείας απειλητικής. Απαστρά­πτοντα λευκά κοφτερά βράχια ακονίζουν μεταλλι­κές λεπίδες στις κόρες του ματιού, η Αλταμίρα οδηγεί ανέκφραστη, διασχίζει φαράγγι σφυρίζοντας άγνωστο σκοπό που συνιστά ήχο μονότονα διακεκομμένο. Θυμίζει ηχητικό σινιάλο, διόλου κομψό, απαραίτητο όμως. Η διαδρομή από εκείνες που μόνο λίγοι ριψοκίνδυνοι εξερευνητές ή νάρκισ­σοι ματαιόδοξοι θα επιχειρού­σαν. Μόνος διαθέσιμος οδοδεί­χτης η παρορμητική διά­θεσή της ή ίσως η μυστηριώδης γνώ­ση των κεκρυμμέ­νων και αποκρύφων, που εκείνη ονο­μά­­ζει ένστικτο. Έντομο απροσδιό­ριστης ταυτότη­τας χτυπά πάνω στο παρμπρίζ, το τελευταίο σύννεφο σκόνης κατα­κά­θεται, ήλιος ανηλεής, η Αλταμίρα σφυ­ρίζει, επιδέ­ξιος ελιγμός απαλλάσσει το αυτοκίνητο, τελευταία σχεδόν στιγμή, από ανέλπιστο κοίλωμα στο έδαφος. Οι ώριμοι, χυ­μώ­δεις, τριγωνικοί μαστοί της εκτινάσσονται απότομα προς το τιμόνι σαν τόσην ώρα να επωαζόταν κάτω από την ανηλεή δρά­ση του ηλίου η αποκαλυπτική ταλάντωση ενός βίαιου αλλά συνάμα ναρκωμένου ερωτι­σμού. Όχι πια ήχος από τζιπ.

Στο βάθος παραμονεύει θάλασσα με ανάσα βοώδη, γουργουρίζει νανούρισμα από ποτάμι, στα δυτικά απολή­γουν βράχια, η κοιλάδα σπαρταράει ρυτίδες πράσι­νες μες στην αντηλιά, συναντά τα βαθυπράσινα λυγκίσια μάτια της γυναίκας, καθώς τα μαύρα της γυαλιά, που λαμπυρίζουνε απ’ τα μπριγιάν, ορθώνονται ίδια αυλαία μπροστά από τη μύτη· τα ζυγωματικά της αφήνονται σε σύσπαση αδιόρατη, προδί­δουν παγιδεύοντας επιμελώς ικανοποίηση ενδόμυχη. Για άγνωστους όμως λόγους η τέρψη της δεν πρέπει να γίνει αισθητή. Είναι σαν να ρυθμίζει τη ροδαλή απόλαυση που σκίρτησε στα μάγουλα έτσι ώστε να γίνει μάσκα πλέον που διαγράφει επιτυχώς την έκβαση της πανουργίας. Μπορεί όμως και όχι, ίσως να πρόκειται απλώς για υποθέσεις των ανθρώπων – κακό­βουλες υποθέσεις. Γιατί τη λένε ματαιόδοξη, ακούγεται πως βρίσκεται μπλεγμένη σε αναμετρήσεις που εκείνη επιδιώκει. Άλλοι μιλούν για άβατο κι ενσάρκωση του πόθου των αντρών. Δε μένει αμέτοχη στα παιχνιδίσματα του νάρκισσου, όλο και φκιασιδώνεται για να πλανεύει λένε, όλο ζυγιάζει σε κάθε ευκαιρία τη δύναμη της ματιάς της. Λένε. Βογκούσε η θάλασσα στα πόδια του, έφταναν χλιαρές στο δέρμα οι εντυπώσεις, τίποτε το καινούργιο, έδειχνε το αγόρι να βαριέται. Με μισοβουλιαγμένες τις πατούσες στην υγρή άμ­μο, απορροφημένο, έκδηλα δυσαρεστημένο από τις άκαρ­­πες προσπάθειες να σιάξει ένα λευκό αμάνικο βαμβα­κερό μπλουζάκι κάτω απ’ τις μασχάλες, το μικρό μελαχρινό αγόρι – δε θα ’τανε πάνω από οχτώ ετών – έδειχνε να βαριέται. Τώρα έστρωσε ως επίλογο κοντά στον αφαλό, επιθετικά με την παλάμη, σαν να εκδικούνταν βρώμικα υπολείμματα ομφάλιου λώρου, ζάρες μαλακές – άτσαλα γραπώνονταν στο νοτισμένο δέρμα. Κι ενώ θα ανέμενε κανείς μια ενόχληση εμφανή, ίσως υπερδιέγερση, το αγόρι έκανε μια παύση, που ήταν κενή από νόημα, από πράξη. Ίσως ξεκουραζόταν, ίσως κρυφάκουγε κύματα από πείσμα σερνάμενα στο στέρνο αργοκίνητα – η άλλη εκδοχή –, και στάθηκε ακίνητο. Καμπύλωσαν οι προθέσεις, αποσύρθη­καν, απάγκιασε το αγόρι κάτω απ’ τον ίσκιο που έστρωσαν οι βλεφαρίδες στιγμιαία, κι ανέτειλε τα μάτια τα κρασάτα, με ύφος ένοχο, απολογητικό μαζί, προς έναν άντρα αναπαυόμενο σε ψάθινη ομπρέλα παραλίας. Αλλά. Προφύλαξε το κοίταγμα και πάλι — σαν να ’ξερε πως κάτι έκανε στραβά, αν και διόλου δεν ήταν στις προθέσεις του – μάλλον μια ακατανόητη απ’ το αγόρι ανεπάρκεια τις είχε διαψεύσει, ήτανε η ώρα να ζυγιάσει αντιδράσεις.

Και ήταν όμορφο το αγόρι κι ακόμη ομορφότερο, που ’κλεινε στην τόσο άσημη κι αθόρυβη κλίση των βλε­φά­ρων όλα εκείνα που συνοδεύουν τους ανθρώπους τότε που παραδίνονται σε απολαύσεις δόκιμες, αν κι όχι επιτρε­πτές, σχε­δόν επιλογές δικές τους, δεν το γνωρίζουν όμως. Κλο­τσού­­σε σβω­λά­κια λάσπης το αγόρι και σκόρπιζε τριγύρω πλει­άδα από ανάμεικτες όχι ξεκαθαρισμένες εντυ­πώ­σεις, συναι­σθήματα, μυριάδες κόκκου άμμου στη Μεσόγειο. Απομεσήμερο.

Ο άντρας ταιριαστός, προέκταση τοπίου, παρατηρούσε το αγόρι. Γεροδε­μένος και ευσταλής, συγκάλυψε με δάχτυλα ευλύγι­στα τη θυμηδία κι αγανά­κτηση που γράφηκε απαλά στις άκρες απ’ τα χείλη. Γρήγορα τόνος αυστηρότερος στην έκφραση, έκανε τάχα πως, έγνεψε στον μικρό να πλησιάσει — έγνεψε μόνο, μικρές ρυτίδες έκφρασης, όχι ρυτίδες από γήρας, πώς ήταν δυνατόν; – γύρω στα σαράντα ο Άλεξ μόνο. Όμως μια επιθυμία να ’παυε πιο σύντομα η νεότητα πτυχώθηκε στις όλο πλαστικό­τητα γραμμές του, γιατί η έκφρασή του ομιχλώδης, το φως ήταν σκληρό, δεν τη δικαιολογούσε.

«Ιάσονα, έλα να καθίσεις κάτω από την ομπρέλα», κάλεσε κοντά του το αγόρι, που ανάπαυε τις εντυ­πώσεις τις εσώτερες στον ήλιο. Τις είχε σχεδόν εμπιστευτεί στην όμορ­φη κοιλάδα, την κοιμωμένη και βουβή μέσα σε κέδρους, λεύκες, πικροδάφνες, λυγαριές – στην όμορφη μορφή τις είχε σχεδόν εμπιστευτεί, στη ζώσα αλλά αμέτοχη ανάσα στο λιοπύρι.


Ήταν όμως σαν να μην άκουγε το αγόρι, όπως συμβαίνει τότε που κάτι μη αναμενόμενο, εντυπωσιακό ή δημιούργημα της φαντασίας θολώνει την εικόνα των πραγμάτων, γίνεται πρόσκομμα για τα αντικείμενα της όρασης και αποδυναμώνει τις αισθήσεις δίνοντας ώθηση στην όραση των έσω οφθαλμών.

Έτσι, το αγόρι δεν απάντησε, δεν μπόρεσε. Γαληνεμένο εγκατέλειψε το βλέμμα σ’ αυτό που ματαιώσεις, απαγορεύσεις και στερήσεις είχαν αποκηρύξει ως ανεπίτρεπτο, ανύπαρκτο, νεκρό ή επικίνδυνο. Γιατί το αγόρι ήθελε οπωσδήποτε να δει, σαν να ’ξερε ότι οι άνθρωποι υποφέρουνε τα μάλα απ’ τη βλεμ­ματική ατονία, μια και δεν έχουνε πώς να κι ενσκήπτουν στην ψυχική αδράνεια ακολούθως. Αν δεν επινοή­σουν. Γιατί έχουνε ανάγκη, όπως και το μικρό αγόρι, ο Ιάσονας, από ωραίες εικόνες όταν απουσιάζουν οι καθρέ­φτες, αλλά πού να τους κουβαλούν σε κάθε βήμα; Κάλπαζε η Αλταμίρα αέρα θηλυκό στο βάθος της κοιλάδας.


Γι’ αυτό οι εικόνες οι ωραίες γίνονται ζωγραφιές ή εμμονές ή κάποτε, καθόλου σπάνια, οι άνθρωποι τις φτιάχνουν πρώτα, τις κατα­στρέ­­φουν έπειτα, λες και αντιλαμβάνονται την ύβρη που υποθάλπει στο κυνήγι του Ωραίου, του απόλυτα Ωραίου. Τις ξεπαστρεύουν, δεν αργούν – η ύβρη επι­τρέ­­πει υπερβάσεις ψευδεπί­γραφες, όχι για πάντα όμως και όχι αρεστές σ’ εκείνους που επαναφέρουν έντρομοι στη μνήμη τις ιστορίες με τη Νέμεση, κι, έτσι, τρομάζουνε εγκαί­ρως απ’ την καινή ωραία εικόνα που έχει παρεισφρή­σει στην εικόνα.

«Να την, μπαμπά», άνοιξαν, χασμουρή­θηκαν οι μπούκλες οι ωραίες, οι στιλπνές, ταλάντωσαν το τρέμουλο που ένιωσε το αγόρι· πουλιά πετάρισαν, οι μπούκλες οι στιλπνές χύθηκαν στην κοιλάδα την κοιμωμένη, τη βουβή, και τρέξανε να βρουν την Αλταμίρα. Γλυκόθροη κάλπασε μες στο λιοπύρι αύρα, γιος και πατέρας «Αλταμίρα!», «Αλταμίρα!». Θα ζούσαν από τότε και οι τρεις μαζί, εκείνη είχε επιστρέ­ψει, ειπώθηκαν όλες οι ευτελείς δικαιολογίες για τη μακρό­χρο­νή της απουσία, κουκουλωθήκανε τα γεγονότα, ο Άλεξ δηλα­δή απέφυγε να δώσει διάσταση μεγάλη, γιατί εκείνο που τον ένοιαζε ήταν η ηρεμία του μικρού, δεν άνοιξε κου­βέντες ιδιαίτερες μ’ εκείνη. «Θα ’σαι κοντά μας!», είπε, τίποτε άλλο. Αγόρασε μετά όμορ­φα ρούχα, μεταξωτά κυρίως, που τ’ αγαπούσε η Αλταμίρα – γό­βες σατέν, βελούδινες, για να ταιριάζουνε με τα μετάξια, τις εσάρπες και τα εσώρουχα τα δαντελένια, όλα στο χρώμα της σα­μπάνιας. Τα ’χε ο ίδιος στην κάμαρά τους κρεμα­σμένα, στην κάμαρα πιο πολύ της Αλταμίρας (για να ’μαστε ακρι­βείς), αφού μπαινόβγαινε ο Ιάσονας συχνά – σχεδόν διέμεναν εκεί αυτός και η Αλταμίρα.


Γιατί ο Άλεξ ύστερα από αποσύρθηκε. Ανη­συχούσε από, μπορούσε να, έπρεπε να προλάβει, ίσα ίσα που τα χειρότερα προλάβαινε. Τους άφηνε παρέα να κοι­μούνται, έμπαινε μόνο κάποτε κρυφά μέσα τις νύχτες, χάιδευε κι εκείνος τα φορέματα, που ο ίδιος είχε πληρωμένα, αφημένα, κρε­μασμένα. Αλλά. Δικαίωμα δεν είχε να τ’ αγγίζει από και ύστερα, κι ούτε προς το κρεβάτι, κάτι ν’ αγγίξει δεν τολ­μούσε απ’ το κρεβάτι. Μπορεί να το κατέστρεφε, έπρεπε μόνο, μόνο να προφυλάξει τον Ιάσονα, που τύλιγε στο λαιμό του τις εσάρπες και γαντζωνόταν πάνω της, και κάθε βράδυ οσμιζότανε την Αλταμίρα στα αναφιλητά του μέσα στα μετάξια, λες κι άμα ξημέρωνε, πώς το φοβότανε πως θα ξημέρωνε και θα ’φευγε η Αλταμίρα. Έτσι, δεν άγγιζε ο Άλεξ. Αγόρι μου. Δεν. Ό,τι αγγίζει φεύγει, λεπτή πορσελάνη, Αλταμίρα Θα σβηστεί... Όχι να φύγει, πώς τότε αυτός, πώς, είχε την εμμονή πως θα γινόταν μόρια, σκό­νη, άλλο, όχι θάνατο, αγόρι μου.Όχι άλλο.

Γι’ αυτό εκείνη την περίοδο, πολύ πολύ αρχικά (συνήθισε τα δεδομένα αργότερα), ο Άλεξ τα βράδια δεν κοιμόταν. Ριγέ πιτζάμες, κακοσιδερωμένες, ελεεινές, όλα για κείνη, στον εαυτό του φράγκο. Ριγέ πιτζάμες μόνο, φυλακισμένος, εγκλωβισμένος, τσουβαλια­ζόταν μέσα σε πιτζάμες, μούσκευαν αυτές από κρασί, κονιάκ, ουίσκι, ό,τι κι ό,τι. Αναίσθητος ξημέρωνε. Για το παιδί. Από έλεγε πράγματα παράξενα, σαν να ’ταν τρελαμένο. Όχι, παιδί όχι τρελαμένο, μόνο παιδί παιχνίδι. Παίζει το παιδί. Να μένει στο δωμάτιο, καλό να είναι στο δωμάτιο μ’ όλα τα κρεμασμένα, τα πληρωμένα, το παιδί...


Γιατί από συνέβαιναν πράγματα παράξενα με τον Ιάσονα. Άλλο παλιά. Παλιά έβλεπε πάντα εφιάλτες, συλλαβές στον ύπνο του γκκουά λα βου γκακκλλ αλγγγκκλααά ακαταλα­βί­στικες, σαν να πνιγόταν από κόκαλα, έκαναν τη μητέρα να πετάγεται, να ξεφωνίζει «Άλεξ!», κι ακολουθούσε οιμωγή. Άλλαζε το μουσκεμένο απ’ τον ιδρώτα μαξιλάρι, δεν έλεγε όμως να συνέλθει το παιδί, σαν να ’πεφτε σε λήθαργο· επιθετικό συνέχιζε, αναίσθητο σχεδόν, το γράπωμα απ’ τα τελειώματα των σεντονιών, τα κακο­ποιημένα· κάτι απαλό­σαρκο ανα­σκά­λευε τη νυχτερινή αγκούσα ν’ αποθέσει το παιδί, δεν έλεγε όμως να ξυπνήσει, ηδονιζόταν μέσα στη ρουφήχτρα. Εξαθλίωση.

Άλλο παλιά, γιατί από ό,τι έβλεπε στον ύπνο του θυμόταν, έπειτα αναπαρήγε τα όνειρα στο ξύπνιο του, σαν να’ χε σχέδιο δράσης στο κεφάλι του, μόνο που σχέδιο δεν ήταν, ό,τι του ’ρχόταν έκανε. Έπαιρνε ένα όνειρο κι έφτιαχνε δεύτερο στο ξύπνιο του, είχε τρόπους πολλούς: κάποια στοιχεία αυτούσια ή παραποιημένα άλλοτε, σχηματοποιη­μένα άλλα σε κατασκευές με υλικά γεμάτα απ’ τη φόρτιση του ονείρου. Σε ορισμένα πάλι έδινε άλλες προε­κτά­σεις (αυτό σε μεγαλύτερη ηλικία), όταν τα πρόσθετε στις αναμνήσεις του, ήθελε να ολοκληρώσει, έλεγε μεγάλος πια ο Ιάσονας, το ατελές του παρελθόν· κάποια απ’ αυτά τα φόρτωνε στο μέλλον σε κάποιες περιπτώσεις – αυτό είναι, αφού θα είναι εγώ είναι – για αντιπερισπασμό στο άδηλο των προθέσεων τού «θα». Έλεγε όταν μεγάλωσε ο Ιάσονας. Όχι, παιδί όχι τρελαμένο, μόνο παιδί παιχνίδι. Παίζει ο Ιάσονας. Έλεγε όμορφα παραμύθια στον Ιάσονα η Αλταμίρα, κι ο Άλεξ δε διαφωνούσε, το παιδί. Βράδια ολόκληρα έμενε στο δωμάτιο ανοιχτό το φως, από την αϋπνία ξαγρύπναγε η παιδική βραχνάδα, ένα χρωματιστό γουργούρισμα μακροσκελούς εξάψεως που ’φτανε στην εξάντληση, δεν το παιδί να κοιμηθεί. Κάλυπτε την σχεδόν άφωνη φωνή της Αλταμίρας, που έλεγε παραμύθια, και τα συμπλήρωνε ο Ιάσονας. Κι ο Άλεξ πολλές φορές. Αναζητούσε κι εκείνος λίγη συντροφιά, να ’ναι και το παιδί καλά, ερχόταν όταν ο Ιάσονας το επέτρεπε. Με ουίσκι, κονιάκ, κρασί, ό,τι έβρισκε, και παιδικά βιβλία στη μασχάλη, τροφή για το παιδί, την Αλταμίρα. Αγόρι μου, θα, δεν πρέπει, αλλά πώς να.


Ήταν πολύ όμορφη η στιγμή που ντύνανε την Αλταμίρα, ιεροτελεστία ολόκληρη, θα ξεκινάγανε το παραμύθι. Εκείνη τα υπέμενε όλα, κάποτε είχε φύγει, πληγώσει το παιδί, τώρα αφηνόταν, άκουγε, έκανε ό,τι έλεγαν, ήθελαν, έπρεπε να γίνει. Πάντα κρατούσε ο μικρός την ίδια μεταξω­τή εσάρπα, χάιδευε το ένα της γοβάκι, το άλλο άφηνε στον Άλεξ· να της το βάλει πάντα ο Άλεξ· μια παραχώρηση, το ’χε διεκδικήσει ο Άλεξ, τα κατάφερε. Μόνο για τα εσώρουχα δεν είχαν κανονίσει, άφηναν στην αρχή να τα φοράει μόνη της εκείνη, αλλά κρυφοκοιτούσε ο μικρός, και η Αλταμίρα τον μάλωσε μια μέρα – έχασαν το παιδί για δυο μερόνυχτα ολόκληρα. Κλείστηκε σε μια κρύπτη, ένα μισοσκαμμένο λάκκο δίπλα στο κελάρι, σαν πεθαμένο, άλαλο ήταν, μ’ ένα κομμάτι μόνο δαντελίτσα ξεσκισμένη απ’ το εσώρουχο. Τρομάξανε, το βγάλανε ένα πρωί εξαντλημένο έξω.

Από, «θέλει ξεκούραση», είπε ο γιατρός, φοβήθηκε ο Άλεξ, είπε «μπορείς να βοηθάς την Αλταμίρα» να βάζει τα εσώρουχα, συμφώνησε κι εκείνη, το παιδί. Καλύτερα τα πράγματα, αλλά ντρεπόταν ο μικρός· κάθε που τη βοηθούσε έτρεμε, είχε κλειστά τα μάτια μέχρι που ο Άλεξ να την ντύσει με το φόρεμα. Μετά συμφώνησαν στο να μην ντρέπεται και τόσο το παιδί μέχρι που να την ντύσουν, έπειτα όλοι να ξαπλώσουν, να πούνε, να κάνουν στο κρεβάτι παραμύθια τη ζωή.


KASSANDRA, απόσπασμα από το αδημοσίευτο μυθιστόρημα "Το τραγούδι του λύγκα". Μέρος του δημοσιευμένο στο περιοδικό Πανδώρα.

22 Σεπτεμβρίου, 2009

Βιβλιοκριτική.Η Κassandra διάβασε Γιέλινεκ


Foto: Bilou, Le regard des mortels (Το βλέμμα των θνητών)

«Πάντοτε καθ’ οδόν, πορ(ν)ευόμενος, ατενίζει το βουβό βασίλειο των νεκρών και των πικρών ειδών καφέ.» (σελ. 43)

Η συζήτηση για το τι ακριβώς συνιστά λογο-ΤΕΧΝΙΑ μπορεί να συνεχίζεται δυναμικά επ’ αόριστον και σίγουρα με πρισματική λογική προσέγγισης (εάν υποθέσουμε ότι υπάρχει στοιχειώδης λογική), μια και η ισοπεδωτική σύγχρονη τάση, τόσο της γραφής όσο και της κριτικής και κατ’ επέκτασιν της κατανάλωσης πολτού, που αυτο-ορίζεται στο πλαίσιο αυτό σαν βιβλίο και, ακόμη χειρότερα, σαν «λογοτεχνία», δε φαίνεται να είναι ικανή να διασφαλίσει τους όρους και τα όρια για τέτοιου είδους προσεγγίσεις.
Για τη Λαγνεία ωστόσο της νομπελίστριας Αυστριακής συγγραφέως έχουμε χρέος να παρακάμψουμε τη μαστροπεία της πλειονότητας των εκδοτών και των κριτικών, αν και σε μια πρώτη (βεβιασμένη ή παρεξηγημένη) ματιά θα έλεγε κανείς ότι βρισκόμαστε ενώπιον ενός σκληρού πορνογραφικού υλικού σε εξευγενισμένο αμπαλάζ εύστοχου, πλούσιου και αθυρόστομου μυθιστορήματος και ότι συνεπώς εκπορ(ν)ευόμαστε αναλόγως των (προσ)ταγμάτων της εποχής. Αλλά «είναι απαράδεκτο να κάνει κανείς έναν ζωντανό άνθρωπο φύλλα και φτερά και να μην τον διαβάζει καν» (σελ. 70), γράφει η Γέλινεκ, αφού «γνωρίζει όλες τις ύπουλες λαβές και απολαβές» (σελ. 39) του κόσμου, «καθώς υμνεί το γιο του θεού, που σε αυτή τη χώρα έπλασε τους ανθρώπους με χώμα και μεταμόρφωσε τα δάση της σε χαρτί» (σελ. 33) και αφού το «εργοστάσιο, με τη βοήθεια αυτών που το κατοικούν και το κινούν, παρήγε το χαρτί, το δικό μας λίπασμα, πάνω στο οποίο μπορούμε να γράφουμε και τις σκέψεις μας» (σελ. 100).

Λίπασμα ωστόσο για τη γέννηση τέχνης και λογοτεχνών είναι η ίδια η συγγραφέας όχι μόνο για τις ευαίσθητες κεραίες της που διεισδύουν στην εποχή της, παράγοντας εκ παραλλήλου μια (έστω και στοιχειώδη) μυθοπλασία ως όχημα για την ανάδειξη του προβληματισμού της· όχι μόνο για τη μεστή, άμεση και τεκμηριωμένη κριτική τη δια-νοούμενης, η οποία διαθέτει και εξαιρετικό ταλέντο στη γραφή και γι’ αυτό επαξίως μπορεί να χαρακτηριστεί λογο-τέχνις· όχι μόνο για το απαλλα­γμένο από παντός είδους σύνδρομα πνεύμα που επιτίθεται με οξύτητα και χιούμορ στον εκδημοκρατισμένο φασισμό και στην ελευθεριότητα της εποχής μας· όχι μόνο για την αντίσταση στην προσωπική εκπόρνευσή της, με την απουσία παζαρέματος στην τεχνική, στην τέχνη και στο στόχο της· όχι μόνο για την έλλειψη φιλαυτίας που μαρτυρά η εξαιρετική δουλειά κάθε παραγράφου, καθιστώντας την είλωτα του λόγου, καθώς παράγονται σελίδες που χαρακτηρίζονται από έλλειψη φλυαρίας και κοινοτοπίας σ’ ένα βιβλίο που κινείται στους ιλιγγιώδεις, εσωστρεφείς και επαναληπτικούς ρυθμούς της ανθρώπινης Λαγνείας· αλλά κυρίως για τη δημιουργική και ποιητική ανάπλαση, διά μέσου των εργαλείων του λόγου, ενός θέματος που θα εξέπιπτε σε επιθεωρησιακή αισχρολογία ή δημοσιοποιημένη και δημο­σιευμένη προσωπική σεξουαλική εκτόνωση στα χέρια κάποιου από αυτούς που παίρνουν τους «καυλούς» τους για «αυλούς» (σελ. 222) ή κάποιας από αυτές τις σύγχρονες «(κ)αυλητρίδες του σπιτιού» (σελ. 252), που προσβάλλουν την αισθητική και τη νοημοσύνη μας με την παραγωγή σκευασμάτων καθ’ ομοίωσιν.

Εξαιρετική η μετάφραση του Λευτέρη Αναγνώστου σ’ ένα ιδιαίτερα απαιτητικό και πολύσημο κείμενο του οποίου οι δυσκολίες συγγενεύουν σε πολλά σημεία με αυτές της ποιητικής μετάφρασης.

Ελφρίντε Γέλινεκ, Λαγνεία, μτφρ. Λευτέρης Αναγνώστου, εκδόσεις Εκκρεμές

KASSANDRA, Περιοδικό Πανδώρα

Βιβλιοκριτική. Η Kassandra διάβασε ΝτεΛίλλο.


Foto: Bilou, Le monde félé (Ο κατακερματισμένος κόσμος)

«Ήθελε το αυτοκίνητο όχι γιατί απλώς ήταν υπερμέγεθες, αλλά γιατί ήταν με τρόπο επιθετικό και περιφρονητικό, με τρόπο μεταστατικό, ένα τρομερό μεταλλαγμένο κατασκεύασμα που υπερέ­βαινε κάθε αντεπιχείρημα.» Όπως ακριβώς και ο Έρικ Πάκερ – ο νεαρός πολυεκατομ­μυριούχος που διασχίζει τη Νέα Υόρκη μέσα στην αστραφτερή του λιμουζίνα, έχοντας ως μοναδικό του στόχο να εκπληρώσει την κυρίαρχη επιθυμία της ημέρας: ένα απλό κούρεμα.

Στο ενδιάμεσο, διά μέσου μίας κλασικά, από χωρο-χρονικής απόψεως, οργανω­μένης μυθι­στο­ρηματικής δομής, ο ΝτεΛίλλο θα κατασκευάσει συναντή­σεις και επεισόδια, τα οποία, αν και δε λειτουργούν ως πλοκάμια για την υποστήριξη της πλοκής, δε μειώνουν ωστόσο και δεν απειλούν στο ελάχιστο το μύθο του. Τα στιγμιότυπα κινούνται, μέσω της αλληλοδια­δοχής, δυναμικά και ευθύγραμμα, όπως ακριβώς η πληθώρα των εικόνων και των πληροφοριών ενός κόσμου όπου «η δύναμη είναι πιο αποτελεσματική όταν δε συνοδεύεται από μνήμη». Τα σημαίνοντά του, σοφά επιλεγμένα, διατρέχουν ολόκληρο το έργο, δη­μιουργώ­­ντας πολυεπίπεδες αναφορές και υπηρετώντας αδιάκοπα το στόχο του ΝτεΛίλλο: τη δημιουργία μιας ρωγμής στον Έρικ Πάκερ. Θα την ακούσουμε να ανοίγει. Γιατί «το ζήτημα» δεν είναι «οι λέξεις αλλά οι σιωπές», και ο συγγραφέας, ως εξαίρετος αρχιτέκτονας του λόγου, γνωρίζει όλους εκείνους τους όρους και τους νόμους που αγγίζουν τη σιωπή για να τη μεταλλάξουνε σε Τέχνη.

Ντον ΝτεΛίλλο, Κοσμόπολις, Εκδόσεις βιβλιοπωλείον της Εστίας

KΑSSANDRA, Περιοδικό Πανδώρα

Η Kassandra γράφει: Ο Ποπ


Foto: Bilou, La lumière (To φως)

H Έλσα φορούσε γάζες. Έξω ξημέρωνε ένα άνευρο και αχανές τοπίο. Η μέρα φαινόταν στρογγυλή κι ο χρόνος θα γινόταν ασυνάρτητος. Γιατί το μόνο που είδε όταν κοιμήθηκε ή ξύπνησε ο Λόλυ ήταν την Έλσα, που φορούσε γάζες. Είχε κερδίσει μια ακόμη ανεπάρκεια ή μάλλον μια επιπλέον μακροχρόνια επένδυση πλάι στα όσα γίναν θα ποτέ, κι ο Λόλυ δεν έβλεπε καλά.

Ίσως και να ’φταιγε το χιόνι, που απόψε έπεφτε ακατάπαυστα στις στέγες του Σαν Τάουν ή το κρανίο του Λόλυ, που γένναγε τρίχες στο γαριασμένο μαξιλάρι. Είχε ύπνο ανήσυχο τον τελευταίο καιρό. Σαν απ’ αυτούς που σε σηκώνουνε τις νύχτες να τρίξουνε στο πάτωμα τις μπερδεμένες σκέψεις που περνιούνται για ιδέες.

Ο Λόλυ φορούσε μόνο ένα σώβρακο λευκό κι είχε τα πόδια του ξυπόλητα και τα ’σουρνε τα βράδια σε ψίχουλα, τρίχες, ροκανίδια, και η καλύβα του είχε γεμίσει από φωλιές που βρίσκαν μόνο κάτι ζωύφια καταφύγιο. Ο Ποπ πήγαινε πού και πού για να μυρίσει τ’ απομεινάρια αυτής της ηλικιωμένης ανταρσίας, κι έπειτα έσκαβε σ’ ένα συγκεκριμένο πάντα μέρος να τα θάψει. Πάντα στο ίδιο μέρος, και κρυφά από τον Λόλυ.

Αλλά ο Ποπ ήταν ένας βλαμμένος σκύλος και δεν μπορούσε να καταλάβει ότι, γι’ αυτή την αποψίλωση, ο Λόλυ δεν έδινε δεκάρα. Τόσο βλαμμένος ήτανε ο Πόπ, που απόψε με τέτοια παγωνιά δεν μπήκε στην καλύβα και ψόφησε, σκάβοντας εκεί, εκεί συνέχεια. Μονάχος.

Αλλά ο Λόλυ τίποτε δεν ξέρει για τον Ποπ. Βλέπει μόνο την Έλσα να φοράει γάζες και λίγο λίγο νιώθει μία παράξενη σιωπή που δεν καταλαβαίνει πως είναι απ’ το χιόνι. Οι ξυλοκόποι είναι αποκλεισμένοι και το Σαν Τάουν, χτυπημένο σαν αφρόγαλο, κοπάζει, κάτω απ’ τις γάζες, τις πληγές του, και τα σκελετωμένα δέντρα, που σήμερα δε θα τ’ αγγίξουν τα τσεκούρια, παίζουν τα λευκά δέντρα σε χριστουγεννιάτικες ταινίες.

Η ΄Ελσα έφτιαχνε ωραία τη γεμιστή της γαλοπούλα. Ο Λόλυ δεν ήθελε να την σκοτώσει, είναι αλήθεια. Δεν θα το έκανε εάν δεν είχε συμφωνήσει και ο Ποπ κι αν όλοι οι γάμοι δεν ήταν σιωπηλοί κι αν είχαν ραδιόφωνο στο σπίτι και αν τότε δεν είχαν αργία οι ξυλοκόποι και αν δεν υπήρχε ένα ωραίο μέρος στην καλύβα να χώσουνε την Έλσα.

Μαζί τα συμφωνήσανε ο Λόλυ και ο Ποπ. Γιατί δυο κούφιοι γδούποι έχουν αξία, πάντα, συγχορδίας όταν αφήνουν μεταλλική τη στίξη στη σιωπή.

KASSANDRA, Δημοσιευμένο στο περιοδικό Πανδώρα

H Kassandra γράφει: O απέθαντος Νάιν


Foto: Bilou, L' attente (Η αναμονή)

Στη λεωφόρο τρέχουνε τα φώτα και το άλφα ποιότητος πουκάμισο του Νάιν φουσκώνει μέσα απ’ τ’ ανοιχτά παράθυρα της νέας του Βεμβέ, που είναι πάντα καλογυαλισμένη και της μόδας, γιατί ο Νάιν αλλάζει τ’ αυτοκίνητα σαν τα πουκάμισα, που είναι κι αυτά της μόδας και λίγο μόνο γαριασμένα από ιδρώτα σαν κεντημένη αράχνη στις μασχάλες, όταν η αύρα τις ραπίζει, και παίρνουν λίγο άρωμα από τις ανθισμένες νεραντζιές κι από γυναίκες σαν αράχνες, που περιφέρουνε ανυποψίαστες στην παραλία τον βραδινό περίπατο μες σε γλυκά πράσινα, πορτοκαλιά, κίτρινα ρούχα κάτω από τις νεραντζιές, στα πεζοδρόμια.

Αυτός θα πεθάνει γρήγορα, είπε μια μέρα η μια στην άλλη, χωρίς ο Νάιν να γνωρίζει τίποτε απολύτως για τη γλυκόπικρη διαρροή του πεπρωμένου, αφού δεν έχει καθόλου χρόνο να σκεφτεί, πολύ γρήγορα μόνο τρέμοντας από συσσωρευμένο πόθο, ομολογουμένως τρυφερός, κατόρθωσε δυο τρεις φορές να πέσει στο κρεβάτι με τη γυναίκα που επαλήθευσε, μύριζαν έντονα τα υγρά του, πως θα πεθάνει γρήγορα, αφού είπε στην άλλη πρώτα πως οι δουλειές του ολοένα και ανοίγουν.

Δεν πρόκειται όμως ο Νάιν να πεθάνει, αν και αναδιπλώθηκε από την πρόσφατη απώλεια του πατέρα και το επικείμενο θανατικό στην εφηβεία λογχίζει τη φαμίλια με σήματα ανερμήνευτα. Απόψε είπε θα περνούσε απ’ τη γυναίκα, αυτή κόβει λίγα κλωνάρια νεραντζιάς και σκέψεις που μυρίζουν.

Στη λεωφόρο ο Νάιν διαγράφει το ατύχημα, «συμβόλαιο υπογράφουμε στις 10.00», στο κινητό σφραγίζοντας ένα απ’ τα ραντεβού της επομένης.

Καθόλου αδιάφορη η γυναίκα στολίζει το άδειο της το βάζο. Εκεί όπου ’ναι ριγμένο τώρα το δερμάτινο σακάκι στο αμάξι, τη χάιδευε άλλοτε ο Νάιν. Ανάβει ένα λαμπατέρ και τρέχουν πιο πολύ στη λεωφόρο οι λαμπτήρες. «Θα βρέξει απόψε», είπαν, «κόκκινη βροχή». Οι διαγνώσεις των γιατρών και οι προγνώσεις γενικώς φέρνουν αμηχανία, θα υπογράφανε «στις 10.00», και αύριο και χθες θα υπογράφανε, και η λαμαρίνα αρχίζει να θαμπώνει από σκόνη της Αιγύπτου.

Ξυπόλητη η γυναίκα αφήνει αποτυπώματα στη στάχτη απ’ τον καιρό και τα τσιγάρα, ένα μεταλλικό φεγγάρι σφαλίζει στα ρολά της, και κοιμάται.

Τέτοιοι αστάθμητοι παράγοντες, όπως φεγγάρια μες σε κόκκινους λεκέδες στο αμάξι, είναι που εκνευρίζουνε τον Νάιν και φρενάρει τις εσωτερικές οσμώσεις του μπρος απ’ τα σκαλοπάτια του σπιτιού του.


KASSANDRA, Δημοσιευμένο στο περιοδικό Πανδώρα

H Kassandra γράφει:Για τη ραφή και μόνο


Foto: Bilou, La couture des fleurs secheés (Η ραφή των αποξηραμένων λουλουδιών)

Ο Χέρμπερτ είναι ρευστός, κοντός και μακρομάλλης. Ο καιρός άρρωστος, υγρός και επιλήσμων. Και ανταλλάσσει απόψεις με τον άντρα, μπροστά σ’ έναν καθρέφτη. Απόψε είπαν πως θα βρέξει, κι ο Χέρμπερτ αποφάσισε πως έπρεπε να φορέσει μόνο το παλτό του. Ένα παλιό μαύρο παλτό, που αγοράστηκε σε μια δημοπρασία, γιατί του άρεσε ιδιαίτερα ο γιακάς.

Ο Χέρμπερτ επιτρέ­πει στις λεπτο­μέρειες να αγκιστρώ­νουν τη ζωή του. Ας πούμε, λέει «σερβίτσιο» και εννοεί το τσουγκρι­σμένο χείλος από το πορσελάνινο φλιτζάνι, που συνιστά ενθύμιο της λυγερής φιγούρας της μητέρας. Εκτός από το πορσελάνινο σερβίτσιο, του κληροδότησε μία βαριά ασθένεια επίσης. Κι εκείνος έμεινε κοντός. Την έλεγαν Ελεονόρα. Κι ένιωθε πιο πολλή απόλαυση όταν αντίκριζε τα μακριά εβένινα μαλλιά του απ’ ό,τι όταν άγγιζε τον ίδιο.

Απόψε είπαν πως θα βρέξει, κι ο Χέρμπερτ αποφάσισε πως έπρεπε να φορέσει μόνο το παλτό του. Μυρίζει μπρος στον καθρέφτη το γιακά του, αγγίζει το γιακά του, χαϊδεύει, σφίγγει γύρω απ’ το σβέρκο το γιακά του και κουμπώνει το κουμπί. Δεν είναι καθόλου φειδωλός στον τρόπο που διαθέτει τις ιδέες. Σκέφτεται «η ραφή», και τίποτε άλλο. Για τη ραφή και μόνο του γιακά είχε αγοράσει τότε το παλτό.


Είναι γυμνός, τ’ άλλα κουμπιά του ανοιχτά. Δεν είναι γαλαντόμος στον τρόπο που αντιπαρέρχεται τις υποθέ­σεις της συνείδησης. Είναι απλώς εκ φύσεως ρευστός, και κινδυνεύει. Άλλοτε να εξατμιστεί και άλλοτε να πήξει. Να μεταμορφωθεί σ’ αέριο μακρόστενο ή σε μια μάζα στρογγυλή. Και συμπαγή. Να απολέσει σχήμα και οντότητα. Μια σκέψη που οπωσδήποτε τρομάζει. Γι’ αυτό αγκιστρώνει τη ρευστότητα σε αιχμηρά ή άσημα τελειώματα πραγμάτων. Σ’ ένα σπασμένο χείλος, μια κλωστή. Οικονομία στη ζωή. Μετωνυμία.

Απόψε είπαν πως θα βρέξει, κι ο Χέρμπερτ αποφάσισε πως «θα φορέσω μόνο τη ραφή μου». Τη βούρτσισε με απέραντη στοργή, την έσιαξε προσεκτικά, ρούφηξε απαλά για ώρα την υφή της. Γυαλίστηκε ξανά και άνοιξε την πόρτα, αφού πριν έβαλε στην άκρη τη μαύρη του ομπρέλα. Ευτυχής.

KASSANDRA, Δημοσιευμένο στο περιοδικό Πανδώρα