23 Σεπτεμβρίου, 2009

Η Kassandra γράφει: Αλταμίρα (απόσπασμα)


Foto: Bilou, Altamira, LA femme (Αλταμίρα, Η γυναίκα)

Προσπάθησαν να την εμποδίσουν με το αναμενόμενο όπως πάντα αποτέλεσμα. Εκείνη θα έφευγε έτσι και αλλιώς. Θαρρείς και πίστευε πως έπιανε χώρο όπως παλιά σκεπάσματα μες σε μπαούλα και κασέλες, που τα πετούν με ανακούφιση οι κληρονόμοι στα σκουπίδια· ή όπως παλιά ενθύμια φυλαγμένα στο συρτάρι, που έχασαν πλέον την αξία τους, γιατί είτε ο ιδιοκτήτης απεβίωσε και πλέον δε βάζουνε κτερίσματα στους τάφους, είτε γιατί αυτός ο ίδιος έχει μια νέα θεωρία για τις εικόνες των εικόνων και απαλλάσσει κάποτε τη σαρκοφάγο μνήμη απ’ αυτές – όπως και να ’ναι υπαρκτές δεν είναι, κι αυτό ας μην αρέσει σε κανέναν, κι ας μην του άρεσε κι εκείνου. Όμως δεν είχε άλλη λύση.

Μπορεί βέβαια να νόμιζε αυτή ότι δεν έπιανε καθόλου χώρο, αίσθηση παντελώς διάφορη από την προηγούμενη (δεν ξέρουμε ακριβώς, μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε σε τούτη την περίπτωση), ότι ίσως είχε τέτοιες ιδιότητες όπως εκείνες του αόρατου, που μόνο φύσεις προικισμένες ιδιαίτερα, τρελοί ή άλλοι δυστυχείς που έχουν εμμονές ότι θα εκπέσουνε στην τρέλα – άκρη για το ακριβές ποιον τους δύσκολο να βγάλεις – , ανώδυνα ευελπιστούνε ότι μπορούνε να τη δούνε. Γι’ αυτό συνήθιζε να φεύγει.


Προσπάθησαν να τη σταματήσουν. Την έβλεπαν παρά τις όποιες εικασίες μας για παραισθήσεις ή τεχνηέντως στημένες αυταπάτες, κι άρχισαν να φωνάζουν «γύρνα, Αλταμίρα, γύρνα…». Αλλά αυτή τους έστρεψε την πλάτη και οι φωνές τους στραβοπάτησαν ή μισοκόπηκαν μέσα στον αέρα (ανάποδα φυσούσε και ήταν ατυχία), κι, έτσι, αυτή δεν άκουσε ή και δεν ήθελε ν’ ακούσει ή έκανε δεν πως τάχα. Μπορεί όμως, αν το καλοσκεφτεί κανείς, αυτοί καθόλου να μη μίλησαν, πολλές φορές νομίζουμε για πράγματα, απλώς την πρόθεση να είχαν. Κι άλλωστε ήταν κι ο αέρας, γεμάτος από ετερογενή και ήχους αλλοπρό­σαλλους, καπέλα, πουλιά, εφημερίδες, ένα κόκκινο τόπι πλαστι­κό, το σφύριγμα του αστυνόμου μαζί με το σαξόφωνο κάποιου πλανόδιου τζαζίστα, το εκνευριστικό νιαούρισμα μιας γάτας.

«Γύρνα, Αλταμίρα, γύρνα…», κινήσεις μισοτελειωμένες σχεδόν ακαριαία καρφωμένες στον αέρα και χείλη μ’ εναγώνια απορία – στήριζαν αυτά και μόνο της ομιλίας την υπόθεση – σαν τότε που ένα παιδί κοιτάζει τα ρομπότ, τα παιχνιδάκια όταν μένουν ακίνητα που τέλειωσε η μπαταρία ξαφνικά επάνω στη μοκέτα ή, όταν θλιμμένο, τα σκοτώνει από ψηλά στο πάτωμα. Εκείνη απομακρύνθηκε.


Λευκό μεταξωτό το φόρεμά της, σπειροειδείς πτυχές στους αστραγάλους, η Αλταμίρα τούς ωθούσε να μάχονται αντίρροπα την κίνηση του υφάσματος όπως κανείς κοντράρει τον αντίπαλο που βάλθηκε να καταρρίψει έναν ωραίο μύθο της ζωής του· και οι φλέβες σκαλισμένες στο λαιμό της, ίδιο αλαβάστρινο γλυπτό, επικυρώνανε τη δύναμη που αφήνουν να εννοηθεί ότι έχουν οι μορφές ακόμη και όταν αγάλματα θυμίζουν. Και το πλατύγυρο λευκό, το ψάθινο καπέλο, αναπηδώντας ρυθμικά, με μετεωρισμούς ανάλαφρους μετέδιδε την ένταση απ’ τον αέρινο δρασκελισμό σ’ ένα βερικοκί μεταξωτό μαντίλι, χυμένο ατημέλητα επάνω στο καπέλο για να το συγκρατήσει ίσως. Ίσως.

Γιατί δεν την απασχολούσαν οι υλικές απώλειες ή οι απώλειες εν γένει, κι αν έχανε ένα καπέλο, τι μ’ αυτό; Άλλο και πάλι άλλο, κάποιος θα της παρείχε το καινούργιο, και τι αν έχανε ακόμη κι ένα φίλο, τη μέρα, το νου της, ένα πλοίο… τι μ’ αυτό; Άγγιζε τις απώλειες αμίλητη η Αλταμίρα, σκιώδης, με έκφραση διόλου ανιχνεύσιμη – πολλές φορές προσάναμμα για εκνευρισμό, καχυποψία ή δυσθυμία αβάσταχτη, τότε που οι φίλοι, οι γνωστοί πάσχιζαν να αποφασίσουν εάν η έκφραση αυτή υπέκρυπτε θυμό, θλίψη, καρτερία ή απόγνωση, σώφρονα αδιαφορία ή εκ των έσω αναγκαιότητα για λήψη αποστάσεων. Κανείς όμως δε γνώριζε τι ένιωθε στ’ αλήθεια η Αλταμίρα, καθώς αυτή ποτέ δεν απαιτούσε με κραυγαλέα βιαιότητα ή με γατίσια υστερικά καπρίτσια· δε φωνασκούσε, επιλεκτικά μιλούσε, συνήθως ένευε, χαμογελούσε, απέστρεφε το βλέμμα· δεν αγαπούσε της ευθραυστότητας τη μάσκα, δεν άφηνε υπόνοιες για δυσαρέσκεια ή πλήξη, δεν είχε τάσεις για εξάρτηση, επιβολή, ανάγκη προστασίας· δε γνώριζε τους τρόπους που αλληλοεκβιάζονται οι άνθρωποι ούτε εκείνα τα τερτίπια που καθιστούν τους θύτες θύματα, ύπουλα υποσκά­πτοντας θεμέλια αναγκαία για ν’ αποδιώξεις ή ν’ αντέξεις ενοχές.


Τίποτε απ’ όλα αυτά δεν έκανε εκείνη, πράγμα που είναι σπάνιο για άνθρωπο, αξιοπρόσεκτο, περίεργο, σχεδόν απίστευτο, μπορεί και αποκρουστικό, επίπεδο, άνοστο, βλακώδες, μπορεί… τίποτε όμως δεν έκανε απ’ αυτά η Αλταμίρα. Έστεκε μόνο άπιαστη. Κι είναι αυτός ο λόγος που κανείς δε ρώτησε ποτέ «τι νιώθεις Αλταμίρα;», κι, έτσι, όσοι την αντίκριζαν έμεναν αιωρούμενοι ανάμεσα στο επιθυμητό και στο μη ευκταίο, στο ελπιδοφόρο και στο αλγεινό, στο θηριώδες και στο ανθρώπινο. Δε συγχωρείται όμως εύκολα αυτό. Γι’ αυτό δε ρώτησαν «τι νιώθεις Αλταμίρα;». Σίγουρα θα φαντάζονταν πώς ήταν αυτή μια τιμωρία. Γιατί έστεκε άπιαστη η Αλταμίρα, για τις απαντοχές λυδία λίθος, τόπος που θάνατο πασπάτευε όσο εκεί εγγράφονταν στοιχήματα κι όσο επέμεναν οι άνθρωποι σ’ αυτό. Ίσως και κάτι να καταλάβαινε εκείνη για όλα όσα λέγονταν πίσω απ’ την πλάτη της συνήθως ή που μπορεί απλώς να στέκονταν μπροστά της ως νεφελώδεις υποψίες κάθε που άφηνε τα βαθυπράσινά της μάτια να σκίσουν, να υποτάξουν άνθρωπο και ορίζοντα, μάτια ίδια με λύγκα άγριου, οξυδερκή, μονάχου, με το βερικοκί μεταξωτό μαντίλι, θηλιά δεμένη στο λαιμό, χυμένο ατημέλητα στο ψάθινο καπέλο. «Γύρνα Αλταμίρα, γύρνα!» Η Αλταμίρα στο τζιπ συνοδεία γοητείας απειλητικής. Απαστρά­πτοντα λευκά κοφτερά βράχια ακονίζουν μεταλλι­κές λεπίδες στις κόρες του ματιού, η Αλταμίρα οδηγεί ανέκφραστη, διασχίζει φαράγγι σφυρίζοντας άγνωστο σκοπό που συνιστά ήχο μονότονα διακεκομμένο. Θυμίζει ηχητικό σινιάλο, διόλου κομψό, απαραίτητο όμως. Η διαδρομή από εκείνες που μόνο λίγοι ριψοκίνδυνοι εξερευνητές ή νάρκισ­σοι ματαιόδοξοι θα επιχειρού­σαν. Μόνος διαθέσιμος οδοδεί­χτης η παρορμητική διά­θεσή της ή ίσως η μυστηριώδης γνώ­ση των κεκρυμμέ­νων και αποκρύφων, που εκείνη ονο­μά­­ζει ένστικτο. Έντομο απροσδιό­ριστης ταυτότη­τας χτυπά πάνω στο παρμπρίζ, το τελευταίο σύννεφο σκόνης κατα­κά­θεται, ήλιος ανηλεής, η Αλταμίρα σφυ­ρίζει, επιδέ­ξιος ελιγμός απαλλάσσει το αυτοκίνητο, τελευταία σχεδόν στιγμή, από ανέλπιστο κοίλωμα στο έδαφος. Οι ώριμοι, χυ­μώ­δεις, τριγωνικοί μαστοί της εκτινάσσονται απότομα προς το τιμόνι σαν τόσην ώρα να επωαζόταν κάτω από την ανηλεή δρά­ση του ηλίου η αποκαλυπτική ταλάντωση ενός βίαιου αλλά συνάμα ναρκωμένου ερωτι­σμού. Όχι πια ήχος από τζιπ.

Στο βάθος παραμονεύει θάλασσα με ανάσα βοώδη, γουργουρίζει νανούρισμα από ποτάμι, στα δυτικά απολή­γουν βράχια, η κοιλάδα σπαρταράει ρυτίδες πράσι­νες μες στην αντηλιά, συναντά τα βαθυπράσινα λυγκίσια μάτια της γυναίκας, καθώς τα μαύρα της γυαλιά, που λαμπυρίζουνε απ’ τα μπριγιάν, ορθώνονται ίδια αυλαία μπροστά από τη μύτη· τα ζυγωματικά της αφήνονται σε σύσπαση αδιόρατη, προδί­δουν παγιδεύοντας επιμελώς ικανοποίηση ενδόμυχη. Για άγνωστους όμως λόγους η τέρψη της δεν πρέπει να γίνει αισθητή. Είναι σαν να ρυθμίζει τη ροδαλή απόλαυση που σκίρτησε στα μάγουλα έτσι ώστε να γίνει μάσκα πλέον που διαγράφει επιτυχώς την έκβαση της πανουργίας. Μπορεί όμως και όχι, ίσως να πρόκειται απλώς για υποθέσεις των ανθρώπων – κακό­βουλες υποθέσεις. Γιατί τη λένε ματαιόδοξη, ακούγεται πως βρίσκεται μπλεγμένη σε αναμετρήσεις που εκείνη επιδιώκει. Άλλοι μιλούν για άβατο κι ενσάρκωση του πόθου των αντρών. Δε μένει αμέτοχη στα παιχνιδίσματα του νάρκισσου, όλο και φκιασιδώνεται για να πλανεύει λένε, όλο ζυγιάζει σε κάθε ευκαιρία τη δύναμη της ματιάς της. Λένε. Βογκούσε η θάλασσα στα πόδια του, έφταναν χλιαρές στο δέρμα οι εντυπώσεις, τίποτε το καινούργιο, έδειχνε το αγόρι να βαριέται. Με μισοβουλιαγμένες τις πατούσες στην υγρή άμ­μο, απορροφημένο, έκδηλα δυσαρεστημένο από τις άκαρ­­πες προσπάθειες να σιάξει ένα λευκό αμάνικο βαμβα­κερό μπλουζάκι κάτω απ’ τις μασχάλες, το μικρό μελαχρινό αγόρι – δε θα ’τανε πάνω από οχτώ ετών – έδειχνε να βαριέται. Τώρα έστρωσε ως επίλογο κοντά στον αφαλό, επιθετικά με την παλάμη, σαν να εκδικούνταν βρώμικα υπολείμματα ομφάλιου λώρου, ζάρες μαλακές – άτσαλα γραπώνονταν στο νοτισμένο δέρμα. Κι ενώ θα ανέμενε κανείς μια ενόχληση εμφανή, ίσως υπερδιέγερση, το αγόρι έκανε μια παύση, που ήταν κενή από νόημα, από πράξη. Ίσως ξεκουραζόταν, ίσως κρυφάκουγε κύματα από πείσμα σερνάμενα στο στέρνο αργοκίνητα – η άλλη εκδοχή –, και στάθηκε ακίνητο. Καμπύλωσαν οι προθέσεις, αποσύρθη­καν, απάγκιασε το αγόρι κάτω απ’ τον ίσκιο που έστρωσαν οι βλεφαρίδες στιγμιαία, κι ανέτειλε τα μάτια τα κρασάτα, με ύφος ένοχο, απολογητικό μαζί, προς έναν άντρα αναπαυόμενο σε ψάθινη ομπρέλα παραλίας. Αλλά. Προφύλαξε το κοίταγμα και πάλι — σαν να ’ξερε πως κάτι έκανε στραβά, αν και διόλου δεν ήταν στις προθέσεις του – μάλλον μια ακατανόητη απ’ το αγόρι ανεπάρκεια τις είχε διαψεύσει, ήτανε η ώρα να ζυγιάσει αντιδράσεις.

Και ήταν όμορφο το αγόρι κι ακόμη ομορφότερο, που ’κλεινε στην τόσο άσημη κι αθόρυβη κλίση των βλε­φά­ρων όλα εκείνα που συνοδεύουν τους ανθρώπους τότε που παραδίνονται σε απολαύσεις δόκιμες, αν κι όχι επιτρε­πτές, σχε­δόν επιλογές δικές τους, δεν το γνωρίζουν όμως. Κλο­τσού­­σε σβω­λά­κια λάσπης το αγόρι και σκόρπιζε τριγύρω πλει­άδα από ανάμεικτες όχι ξεκαθαρισμένες εντυ­πώ­σεις, συναι­σθήματα, μυριάδες κόκκου άμμου στη Μεσόγειο. Απομεσήμερο.

Ο άντρας ταιριαστός, προέκταση τοπίου, παρατηρούσε το αγόρι. Γεροδε­μένος και ευσταλής, συγκάλυψε με δάχτυλα ευλύγι­στα τη θυμηδία κι αγανά­κτηση που γράφηκε απαλά στις άκρες απ’ τα χείλη. Γρήγορα τόνος αυστηρότερος στην έκφραση, έκανε τάχα πως, έγνεψε στον μικρό να πλησιάσει — έγνεψε μόνο, μικρές ρυτίδες έκφρασης, όχι ρυτίδες από γήρας, πώς ήταν δυνατόν; – γύρω στα σαράντα ο Άλεξ μόνο. Όμως μια επιθυμία να ’παυε πιο σύντομα η νεότητα πτυχώθηκε στις όλο πλαστικό­τητα γραμμές του, γιατί η έκφρασή του ομιχλώδης, το φως ήταν σκληρό, δεν τη δικαιολογούσε.

«Ιάσονα, έλα να καθίσεις κάτω από την ομπρέλα», κάλεσε κοντά του το αγόρι, που ανάπαυε τις εντυ­πώσεις τις εσώτερες στον ήλιο. Τις είχε σχεδόν εμπιστευτεί στην όμορ­φη κοιλάδα, την κοιμωμένη και βουβή μέσα σε κέδρους, λεύκες, πικροδάφνες, λυγαριές – στην όμορφη μορφή τις είχε σχεδόν εμπιστευτεί, στη ζώσα αλλά αμέτοχη ανάσα στο λιοπύρι.


Ήταν όμως σαν να μην άκουγε το αγόρι, όπως συμβαίνει τότε που κάτι μη αναμενόμενο, εντυπωσιακό ή δημιούργημα της φαντασίας θολώνει την εικόνα των πραγμάτων, γίνεται πρόσκομμα για τα αντικείμενα της όρασης και αποδυναμώνει τις αισθήσεις δίνοντας ώθηση στην όραση των έσω οφθαλμών.

Έτσι, το αγόρι δεν απάντησε, δεν μπόρεσε. Γαληνεμένο εγκατέλειψε το βλέμμα σ’ αυτό που ματαιώσεις, απαγορεύσεις και στερήσεις είχαν αποκηρύξει ως ανεπίτρεπτο, ανύπαρκτο, νεκρό ή επικίνδυνο. Γιατί το αγόρι ήθελε οπωσδήποτε να δει, σαν να ’ξερε ότι οι άνθρωποι υποφέρουνε τα μάλα απ’ τη βλεμ­ματική ατονία, μια και δεν έχουνε πώς να κι ενσκήπτουν στην ψυχική αδράνεια ακολούθως. Αν δεν επινοή­σουν. Γιατί έχουνε ανάγκη, όπως και το μικρό αγόρι, ο Ιάσονας, από ωραίες εικόνες όταν απουσιάζουν οι καθρέ­φτες, αλλά πού να τους κουβαλούν σε κάθε βήμα; Κάλπαζε η Αλταμίρα αέρα θηλυκό στο βάθος της κοιλάδας.


Γι’ αυτό οι εικόνες οι ωραίες γίνονται ζωγραφιές ή εμμονές ή κάποτε, καθόλου σπάνια, οι άνθρωποι τις φτιάχνουν πρώτα, τις κατα­στρέ­­φουν έπειτα, λες και αντιλαμβάνονται την ύβρη που υποθάλπει στο κυνήγι του Ωραίου, του απόλυτα Ωραίου. Τις ξεπαστρεύουν, δεν αργούν – η ύβρη επι­τρέ­­πει υπερβάσεις ψευδεπί­γραφες, όχι για πάντα όμως και όχι αρεστές σ’ εκείνους που επαναφέρουν έντρομοι στη μνήμη τις ιστορίες με τη Νέμεση, κι, έτσι, τρομάζουνε εγκαί­ρως απ’ την καινή ωραία εικόνα που έχει παρεισφρή­σει στην εικόνα.

«Να την, μπαμπά», άνοιξαν, χασμουρή­θηκαν οι μπούκλες οι ωραίες, οι στιλπνές, ταλάντωσαν το τρέμουλο που ένιωσε το αγόρι· πουλιά πετάρισαν, οι μπούκλες οι στιλπνές χύθηκαν στην κοιλάδα την κοιμωμένη, τη βουβή, και τρέξανε να βρουν την Αλταμίρα. Γλυκόθροη κάλπασε μες στο λιοπύρι αύρα, γιος και πατέρας «Αλταμίρα!», «Αλταμίρα!». Θα ζούσαν από τότε και οι τρεις μαζί, εκείνη είχε επιστρέ­ψει, ειπώθηκαν όλες οι ευτελείς δικαιολογίες για τη μακρό­χρο­νή της απουσία, κουκουλωθήκανε τα γεγονότα, ο Άλεξ δηλα­δή απέφυγε να δώσει διάσταση μεγάλη, γιατί εκείνο που τον ένοιαζε ήταν η ηρεμία του μικρού, δεν άνοιξε κου­βέντες ιδιαίτερες μ’ εκείνη. «Θα ’σαι κοντά μας!», είπε, τίποτε άλλο. Αγόρασε μετά όμορ­φα ρούχα, μεταξωτά κυρίως, που τ’ αγαπούσε η Αλταμίρα – γό­βες σατέν, βελούδινες, για να ταιριάζουνε με τα μετάξια, τις εσάρπες και τα εσώρουχα τα δαντελένια, όλα στο χρώμα της σα­μπάνιας. Τα ’χε ο ίδιος στην κάμαρά τους κρεμα­σμένα, στην κάμαρα πιο πολύ της Αλταμίρας (για να ’μαστε ακρι­βείς), αφού μπαινόβγαινε ο Ιάσονας συχνά – σχεδόν διέμεναν εκεί αυτός και η Αλταμίρα.


Γιατί ο Άλεξ ύστερα από αποσύρθηκε. Ανη­συχούσε από, μπορούσε να, έπρεπε να προλάβει, ίσα ίσα που τα χειρότερα προλάβαινε. Τους άφηνε παρέα να κοι­μούνται, έμπαινε μόνο κάποτε κρυφά μέσα τις νύχτες, χάιδευε κι εκείνος τα φορέματα, που ο ίδιος είχε πληρωμένα, αφημένα, κρε­μασμένα. Αλλά. Δικαίωμα δεν είχε να τ’ αγγίζει από και ύστερα, κι ούτε προς το κρεβάτι, κάτι ν’ αγγίξει δεν τολ­μούσε απ’ το κρεβάτι. Μπορεί να το κατέστρεφε, έπρεπε μόνο, μόνο να προφυλάξει τον Ιάσονα, που τύλιγε στο λαιμό του τις εσάρπες και γαντζωνόταν πάνω της, και κάθε βράδυ οσμιζότανε την Αλταμίρα στα αναφιλητά του μέσα στα μετάξια, λες κι άμα ξημέρωνε, πώς το φοβότανε πως θα ξημέρωνε και θα ’φευγε η Αλταμίρα. Έτσι, δεν άγγιζε ο Άλεξ. Αγόρι μου. Δεν. Ό,τι αγγίζει φεύγει, λεπτή πορσελάνη, Αλταμίρα Θα σβηστεί... Όχι να φύγει, πώς τότε αυτός, πώς, είχε την εμμονή πως θα γινόταν μόρια, σκό­νη, άλλο, όχι θάνατο, αγόρι μου.Όχι άλλο.

Γι’ αυτό εκείνη την περίοδο, πολύ πολύ αρχικά (συνήθισε τα δεδομένα αργότερα), ο Άλεξ τα βράδια δεν κοιμόταν. Ριγέ πιτζάμες, κακοσιδερωμένες, ελεεινές, όλα για κείνη, στον εαυτό του φράγκο. Ριγέ πιτζάμες μόνο, φυλακισμένος, εγκλωβισμένος, τσουβαλια­ζόταν μέσα σε πιτζάμες, μούσκευαν αυτές από κρασί, κονιάκ, ουίσκι, ό,τι κι ό,τι. Αναίσθητος ξημέρωνε. Για το παιδί. Από έλεγε πράγματα παράξενα, σαν να ’ταν τρελαμένο. Όχι, παιδί όχι τρελαμένο, μόνο παιδί παιχνίδι. Παίζει το παιδί. Να μένει στο δωμάτιο, καλό να είναι στο δωμάτιο μ’ όλα τα κρεμασμένα, τα πληρωμένα, το παιδί...


Γιατί από συνέβαιναν πράγματα παράξενα με τον Ιάσονα. Άλλο παλιά. Παλιά έβλεπε πάντα εφιάλτες, συλλαβές στον ύπνο του γκκουά λα βου γκακκλλ αλγγγκκλααά ακαταλα­βί­στικες, σαν να πνιγόταν από κόκαλα, έκαναν τη μητέρα να πετάγεται, να ξεφωνίζει «Άλεξ!», κι ακολουθούσε οιμωγή. Άλλαζε το μουσκεμένο απ’ τον ιδρώτα μαξιλάρι, δεν έλεγε όμως να συνέλθει το παιδί, σαν να ’πεφτε σε λήθαργο· επιθετικό συνέχιζε, αναίσθητο σχεδόν, το γράπωμα απ’ τα τελειώματα των σεντονιών, τα κακο­ποιημένα· κάτι απαλό­σαρκο ανα­σκά­λευε τη νυχτερινή αγκούσα ν’ αποθέσει το παιδί, δεν έλεγε όμως να ξυπνήσει, ηδονιζόταν μέσα στη ρουφήχτρα. Εξαθλίωση.

Άλλο παλιά, γιατί από ό,τι έβλεπε στον ύπνο του θυμόταν, έπειτα αναπαρήγε τα όνειρα στο ξύπνιο του, σαν να’ χε σχέδιο δράσης στο κεφάλι του, μόνο που σχέδιο δεν ήταν, ό,τι του ’ρχόταν έκανε. Έπαιρνε ένα όνειρο κι έφτιαχνε δεύτερο στο ξύπνιο του, είχε τρόπους πολλούς: κάποια στοιχεία αυτούσια ή παραποιημένα άλλοτε, σχηματοποιη­μένα άλλα σε κατασκευές με υλικά γεμάτα απ’ τη φόρτιση του ονείρου. Σε ορισμένα πάλι έδινε άλλες προε­κτά­σεις (αυτό σε μεγαλύτερη ηλικία), όταν τα πρόσθετε στις αναμνήσεις του, ήθελε να ολοκληρώσει, έλεγε μεγάλος πια ο Ιάσονας, το ατελές του παρελθόν· κάποια απ’ αυτά τα φόρτωνε στο μέλλον σε κάποιες περιπτώσεις – αυτό είναι, αφού θα είναι εγώ είναι – για αντιπερισπασμό στο άδηλο των προθέσεων τού «θα». Έλεγε όταν μεγάλωσε ο Ιάσονας. Όχι, παιδί όχι τρελαμένο, μόνο παιδί παιχνίδι. Παίζει ο Ιάσονας. Έλεγε όμορφα παραμύθια στον Ιάσονα η Αλταμίρα, κι ο Άλεξ δε διαφωνούσε, το παιδί. Βράδια ολόκληρα έμενε στο δωμάτιο ανοιχτό το φως, από την αϋπνία ξαγρύπναγε η παιδική βραχνάδα, ένα χρωματιστό γουργούρισμα μακροσκελούς εξάψεως που ’φτανε στην εξάντληση, δεν το παιδί να κοιμηθεί. Κάλυπτε την σχεδόν άφωνη φωνή της Αλταμίρας, που έλεγε παραμύθια, και τα συμπλήρωνε ο Ιάσονας. Κι ο Άλεξ πολλές φορές. Αναζητούσε κι εκείνος λίγη συντροφιά, να ’ναι και το παιδί καλά, ερχόταν όταν ο Ιάσονας το επέτρεπε. Με ουίσκι, κονιάκ, κρασί, ό,τι έβρισκε, και παιδικά βιβλία στη μασχάλη, τροφή για το παιδί, την Αλταμίρα. Αγόρι μου, θα, δεν πρέπει, αλλά πώς να.


Ήταν πολύ όμορφη η στιγμή που ντύνανε την Αλταμίρα, ιεροτελεστία ολόκληρη, θα ξεκινάγανε το παραμύθι. Εκείνη τα υπέμενε όλα, κάποτε είχε φύγει, πληγώσει το παιδί, τώρα αφηνόταν, άκουγε, έκανε ό,τι έλεγαν, ήθελαν, έπρεπε να γίνει. Πάντα κρατούσε ο μικρός την ίδια μεταξω­τή εσάρπα, χάιδευε το ένα της γοβάκι, το άλλο άφηνε στον Άλεξ· να της το βάλει πάντα ο Άλεξ· μια παραχώρηση, το ’χε διεκδικήσει ο Άλεξ, τα κατάφερε. Μόνο για τα εσώρουχα δεν είχαν κανονίσει, άφηναν στην αρχή να τα φοράει μόνη της εκείνη, αλλά κρυφοκοιτούσε ο μικρός, και η Αλταμίρα τον μάλωσε μια μέρα – έχασαν το παιδί για δυο μερόνυχτα ολόκληρα. Κλείστηκε σε μια κρύπτη, ένα μισοσκαμμένο λάκκο δίπλα στο κελάρι, σαν πεθαμένο, άλαλο ήταν, μ’ ένα κομμάτι μόνο δαντελίτσα ξεσκισμένη απ’ το εσώρουχο. Τρομάξανε, το βγάλανε ένα πρωί εξαντλημένο έξω.

Από, «θέλει ξεκούραση», είπε ο γιατρός, φοβήθηκε ο Άλεξ, είπε «μπορείς να βοηθάς την Αλταμίρα» να βάζει τα εσώρουχα, συμφώνησε κι εκείνη, το παιδί. Καλύτερα τα πράγματα, αλλά ντρεπόταν ο μικρός· κάθε που τη βοηθούσε έτρεμε, είχε κλειστά τα μάτια μέχρι που ο Άλεξ να την ντύσει με το φόρεμα. Μετά συμφώνησαν στο να μην ντρέπεται και τόσο το παιδί μέχρι που να την ντύσουν, έπειτα όλοι να ξαπλώσουν, να πούνε, να κάνουν στο κρεβάτι παραμύθια τη ζωή.


KASSANDRA, απόσπασμα από το αδημοσίευτο μυθιστόρημα "Το τραγούδι του λύγκα". Μέρος του δημοσιευμένο στο περιοδικό Πανδώρα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου